επιστροφή


O κόκκινος φάκελος
 


Γράφτηκε το 1959, Βραβεύτηκε το 1960
και τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1999.

Περιλαμβάνεται στο "Χρονιές Άγιες και άγριες"
Τα πρώτα πεζά του Νίκου Μπακόλα

Τόν Αντρέα τόν γνώρισα σέ άσχημες ώρες, τότε πού αναγκάστηκε νά φύγει από τό σπίτι του, μαλωμένος μέ τόν πατέρα του. Ηρθε καί κάθησε σ' ένα φτωχικό δωμάτιο, μ' ένα κρεβάτι μόνο, ένα τραπέζι καί μιά καρέκλα. Δίπλα στό δικό μου. Τίς νύχτες έβλεπα νά καίει συνέχεια τό φώς. Υπέθετα ότι διάβαζε γιά κάποια σχολή. Εγώ τότε ψευτοδούλευα σ' ένα ψιλικατζίδικο, πήγαινα όμως καί μάθαινα γραφομηχανή καί λογιστικά.

Ηταν ένας νέος πολύ μελαγχολικός, ευγενικός καί ντροπαλός, καταλάβαινες πώς ήταν παιδί από σπίτι. Οποτε συναντιόμασταν στίς σκάλες, τραβιόταν στήν άκρη νά περάσω. Καμιά φορά υποψιαζόμουν ότι φοβόταν μή μ' αγγίξει. Ελεγε τήν "καλημέρα" του τόσο σιγά πού σχεδόν δέν τήν άκουγες. Επισκέψεις δέν είχε ποτέ, λές κι ήταν μόνος στόν κόσμο. Αργότερα, βέβαια, τά έμαθα όλα. Ομως πόσο οδυνηρά!

Μιά μέρα, λίγο μετά πού είχε μετακομίσει σέ μάς, τόν απάντησα ένα απόγεμα σέ μιά γειτονική αλάνα, νά πετάει κάτι αεροπλανάκια. Τά κούρντιζε κι ύστερα τ' αμολούσε. Κάνανε φοβερό θόρυβο καί γύρω του είχε μαζευτεί τσακαλαρία καί κανά δυό μανάδες. Ολοι τους κάναν χάζι, ενώ εκείνος παιδευόταν νά τά βάλει μπρός. Πήγα κοντά. Τό ένα αεροπλανάκι τό' χε βαμμένο χρυσαφί καί στά φτερά του είχε γράψεςι τή λέξη "μητέρα", με κεφαλαία. Τό άλλο ήταν κατακόκκινο κι έγραφε "αγάπη". πάλι μέ κεφαλαία, Οταν μέ είδε πού πήγα κοντά, έγινε σάν παντζάρι. Εγώ χαμογελούσα, τού είπα:

"Τί ωραία! Μόνος σου τά έκανες ή τά'χεις αγορασμένα;"

Τά είχε φτιάξει μόνος του, μέ τά χέρια του, τά βράδια. Βέβαια, τίς μηχανές τίς είχε αγορασμένες. Οταν αργότερα μιλήσαμε περισσότερο, μού εμπιστεύτηκε πώς, από παιδί, ονειρευόταν νά σπουδάσει ναυπηγός γιά αεροπλάνα καί πώς θά τό έκανε, άν, στό μεταξύ, δεν είχε φύγει από τό σπίτι του. Τώρα είχε αναγκαστεί νά πιάσει μιά ψευτοδουλειά, γιά νά τά βγάζει πέρα, κι όσο τού έμενε καιρός, μελετούσε. Οσο μιλούσε, καταλάβαινες ότι ούτε κι ο ίδιος πίστευε πώς θά τά κατάφερνε νά σπουδάσει.

"Καί γιατί δέ γυρνάς στούς δικούς σου;" τον ρώτησα.

Τότε μού είπε, μέσες άκρες, όλη τήν ιστορία. Η μητέρα του είχε πεθάνει, εδώ καί καιρό, καί μέ τόν πατέρα του, από μιά μέρα και μετά, δέν τά πήγαινε καλά, "γιά κάποιους ιδιαίτερους λόγους". Ηταν ολοφάνερο πώς τού κόστιζε πολύ νά μιλήσει γι' αυτούς τούς λόγους. Κι έγώ ούτε επέμενα νά μάθω περισσότερα, πέρα από τό ότι κατάλαβα ότι, κάπως θεωρούσε ο Αλκης υπεύθυνο τόν πατέρα του για τόν χαμό τής μάνας του.

Ωστόσο, ήταν φανερό ότι ζοριζότανε οικονομικά, δέν τά'βγαζε πέρα. Κι αυτό τόν έκανε όλο καί πιό μελαγχολικόν. Από τήν άλλη, ήταν καί περήφανος. Μιά μέρα, πού μού είχαν στείλει πίτα από τό χωριό καί τόν κάλεσα νά τόν τρατάρω, αρνήθηκε επίμονα. Κι εγώ δέν τόν ξαναφώναξα.

-.-

Ο καιρός περνούσε μέ τίς ίδιες δυσκολίες, κυρίως γιά τόν Αντρέα, πού, μιά μέρα πού τόν πρόσεξα καλύτερα, μού φάνηκε επικίνδυνα χλωμός. Τέλος, πάνω σ' όλα τά δυσάρεστα, ήρθε ένα γεγονός, εντελώς απροσδόκητο, πού χειροτέρεψε τά πράματα σέ σημείο τραγικό. Ενα βροχερό απομεσήμερο, ενώ μιλούσαμε στό δωμάτιό του, κάποιος χτύπησε τήν πόρτα σιγανά. Ξαφνιαστήκαμε κι οι δύο. Σχεδόν ποτέ δέν είχαμε επισκέψεις, εκείνος μάλιστα ποτέ, απ' όσο ήξερα.

Ο Αντρέας σηκώθηκε κι άνοιξε τήν πόρτα. Τόν είδα νά κάνει δυό βήματα πίσω, ενώ συγχρόνως παρουσιαζόταν στό κατώφλι ένας περίεργος γέροντας, κρατώντας μιά παμπάλαιη, ξεφτισμένη, ομπρέλα. Ψιλόλιγνος, καμπουριασμένος, ακούρεφτος, έμοιαζε νά έρχεται από κάποιαν άλλη εποχή. Για μιά στιγμή σκέφτηκα ότι μπορούσε νά ήταν ο πατέρας του. Μά όχι. Ο άντρας εκείνος στεκόταν σχεδόν δουλικά απέναντι στόν Αντρέα.

"Συμεών" ψέλλισε ο φίλος μου έκπληκτος. "Τί ζητάς εδώ; Πώς μέ βρήκες;"

Ο γέροντας κοίταξε ανήσυχος πρός τό μέρος μου. Κατάλαβα κι ετοιμάστηκα νά πάω στή δική μου κάμαρα. Ομως ο Αντρέας μέ κράτησε, πιάνοντας μου τό μπράτσο. Αυτή τή χειρονομία την έκανε γιά πρώτη φορά.

"Μείνε" μού είπε. "Δέν έχουμε μυστικά. Ετσι, Συμεών;"

Ο άλλος σήκωσε τούς ώμους του, ύστερα έδωσε ένα διπλωμένο σημείωμα στόν φίλο μου. Εκείνος τό ξεδίπλωσε καί τό διάβασε. Μετά έκανε ένα "χμ", καί γυρίζοντας στόν γέροντα, πού έστεκε αμήχανος, τού είπε:

"Νά πείς στόν πατέρα μου πώς η απάντηση είναι, όχι. Αν περιμένει τήν επιστροφή τού άσωτου υιού, άδικα τήν περιμένει. Γιατί, δέν υπάρχει άσωτος υιός. Ετσι νά τού πείς. Θά τά θυμηθείς νά τά πείς, έτσι, όπως σού τά είπα;"

Πίσω από τή φωνή του, ωστόσο, άκουγες ένα κλάμα. Ο Συμεών έκανε μιά χειρονομία, σάν νά ήθελε νά τόν εμποδίσει νά πεί αυτά πού τού παράγγελνε ο φίλος μου. Ομως ήταν αργά. Οι φονικές κουβέντες είχαν ειπωθεί. Καί ο Αντρέας, απ' όσο τόν είχα καταλάβει, δέ θά τίς έπαιρνε πίσω.

Σύντομα, όμως, άλλαξαν τά πράματα. Ισως ο Αντρέας λύγισε συναισθηματικά. Ισως τόν έπεισα, μέ τόν τρόπο μου, κι εγώ, λέγοντάς του πόσο σημαντικό είναι νά' ναι κανείς δεμένος μέ τούς γονείς του, έστω μέ τόν έναν. Μπορεί, όμως, νά υπήρχε καί κάποιος άλλος λόγος πού δέν τόν ήξερα, πού δέ μέ είχε αφήσει νά τόν καταλάβω. Τήν ίδια βραδιά, μού είπε:

"Μπορεί καί νά' χετε δίκιο, κι ο πατέρας μου καί σύ. Αν αποφασίσω καί πάω νά τόν δώ, θά' ρθεις μαζί μου;"

Ηταν φανερό πώς ζητούσε στηρίγματα. Ισως φοβόταν πώς η συνάντηση μέ τόν πατέρα του θά αποδεικνυόταν μιά δοκιμασία χειρότερη κι απ' όση τή φανταζόταν. Εγώ δίστασα. Τί γύρευα σ' ένα ξένο σπίτι, για ξένες έγνοιες; Στό κάτω κάτω, μπορεί ο πατέρας τού Αντρέα νά μού έκλεινε τήν πόρτα στά μούτρα. Μά ο φίλος μου επέμενε, μέ άφηνε νά καταλάβω πώς, αλλιώς, δέ θά πήγαινε ούτε κείνος. Κι έδειχνε τόσο θλιμμένος...

 -.-

Στό τέλος, μέ κατάφερε, πήγαμε μαζί. Είχαν ένα όμορφο σπίτι, μονοκατοικία, μέ κήπο μπροστά. Αλλη πάστα άνθρωποι, σκέφτηκα. Οταν φτάσαμε, ήταν βραδάκι. Ο Αντρέας δέν χτύπησε τό κουδούνι. Μέ πήρε και περάσαμε από ένα σημείο τού φράχτη, πού ήταν γκρεμισμένος. Μετά, εκείνος μπροστά, εγώ πίσω του, ανεβήκαμε μιά πέτρινη σκάλα καί σταθήκαμε σ' ένα βεραντάκι, όπου κι οι δύο μπαλκονόπορτες ήταν ανοιχτές.

Ως εκεί, ο Αντρέας προχωρούσε χωρίς νά διστάζει. Εγώ τόν ακολουθούσα. Μπροστά στή μπαλκονόπορτα όμως στάθηκε. Από μέσα φαινόταν ένα αδύναμο φώς. Εκείνη τή στιγμή από το εσωτερικό του δωματίου ακούστηε μιά βαριά φωνή.

"Σεμιόν, κλείσε τίς μπαλκονόπορτες. Μπαίνει ψύχρα. Αλλωστε μήν περιμένεις να' ρθεί κανείς"

Πρίν προλάβουμε νά τραβηχτούμε ή νά κρυφτούμε, πίσω από τήν κουρτίνα φάνηκε τό σουλούπι τού γέροντα, πού μάς είχε επισκεφτεί τήν προηγούμενη μέρα. Λές καί μάς είχε μυρίσει, ξαφνιάστηκε κι έκανε πίσω. Βέβαια η μπαλκονόπορτα έμεινε στηλωμένη.

"Μ' άκουσες τί σού είπα, Σεμιόν;" ξανακούστηκε η ίδια βαριά φωνή από μέσα. "Κρυώνω, τό κατάλαβες; Τί στέκεσαι, μωρέ, σάν παλούκι;"

Ωστόσο τά παλούκια είμασταν εμείς. Φαίνεται πάντως ότι ο πατέρας τού Αντρέα, γιατί εκείνος ήταν πού είχε μιλήσει, κάτι ψυχανεμίστηκε. Τό επόμενο λεπτό βρισκόταν μπροστά μας, στήν αρχή δίπλα στόν Συμεών, γρήγορα όμως ένα βήμα πιό μπρός του. Μπροστά μας.

"Ω" είπε γλυκερά, αντικρύζοντας τόν Αντρέα. "Ο γιός μου! Τί έκπληξη, τί ευχάριστη έκπληξη!"

Καί άπλωσε τό χέρι του γιά νά τόν πιάσει καί νά τόν τραβήξει στό εσωτερικό του σπιτιού. Ο Αντρέας, όμως, έμεινε ντούρος. Γύρισε, μάλιστα, καί μέ κοίταξε, σάν νά' λεγε, τά βλέπεις τώρα; τά βλέπεις τί μού κάνεις; Ο πατέρας του, ωστόσο, πού μέ είδε, τόν πρόλαβε. Γύρισε πρός τό μέρος μου, χαμογέλασε μιά ιδέα καί είπε, τό ίδιο γλυκερά:

"Ω, δεσποινίς μου, τί τιμή γιά μένα"

Καί, γυρίζοντας στόν γιό του, τάχα τόν μάλωσε:

"Αντρέα, παιδί μου, δέ θά μέ συστήσεις στή φίλη σου;"

Ενιωσα κάτι σάν αηδία, σάν νά περπατούσε πάνω
μου σαρανταποδαρούσα. Γύρισα απότομα, ετοιμαζόμουνα νά φύγω καί νά τούς αφήσω νά ξεμπλέξουν μόνοι τους, πατέρας καί γιός. Παραπάτησα, τρέκλισα.

"Οχι, όχι, εγώ πρέπει νά φύγω" ψιθύρισα.

Ο πατέρας υποκρίθηκε σάν νά τόν είχε βρεί τό μεγαλύτερο κακό τής ζωής του. Μού έκανε μιά υπόκλιση, σχεδόν αστεία, καί είπε:

"Μά γιατί τόσο ακατάδεχτη; Οι φίλοι...οι φίλες τού γιού μου, είναι καί δικές μου. Αλλωστε ξέρω τί άνθρωπος είστε καί πώς έχετε φερθεί στό παιδί μου, γιά νά τό βοηθήσετε. Κάνετέ μου, λοιπόν, τήν τιμή"

Υστερα, στρεφόμενος στόν άλαλο υπηρέτη, πού στεκόταν πάντα σάν κούτσουρο, πίσω από τόν αφέντη του, πρόσταξε μέ ύφος:

"Σεμιόν, ετοίμασε δείπνο γιά τρείς"
                                                                                   -.-

Tό δείπνο εκείνο δέν έγινε, ούτε εκείνο τό βράδυ ούτε ποτέ. Ο Αντρέας, από μιάς αρχής, αρνήθηκε νά μείνει. Εγώ δέν είχα τήν παραμικρή διάθεση νά φάω ή νά καθήσω σέ κείνο τό σπίτι. Η ζαχαρόσκονη, πού είχε προσπαθήσει νά ρίξει ο πατέρας, είχε διαλυθεί στά γρήγορα. Εμεινε μιά άσχημη πραγματικότητα, μιά πικρίλα.

Πολύ γρήγορα πείσθηκα ότι ο Αντρέας είχε γιά πολλά δίκαια. Μετά από κείνες τίς ψεύτικες γλύκες, πατέρας καί γιός αρπάχτηκαν άσχημα, σάν νά είχαν συναντηθεί μέ μοναδικό σκοπό νά αρπαχτούν. Ο πατέρας έκανε ό, τι μπορούσε γιά νά τό πετύχει. Φαινόταν περίεργο, αλλά έτσι ήτανε. Οσο κρατούσε η συζήτησή τους, μέ πολλά σκαμπανεβάσματα, τρικυμίες πιό πολύ, μά καί μικρά διαλείμματα γαλήνης, ο πατέρας άφησε, θέλοντας καί μή, νά προδοθεί ο χαρακτήρας του. Ευγενικός στούς τρόπους, από τήν άλλη μεριά αυταρχικός, γλοιώδης όταν τόν εξυπηρετούσε, μά καί πεισματάρης, τελικά σέ προκαλούσε νά τόν φοβηθείς. Νά τόν αντιπαθήσεις.

Ο Αντρέας μιλούσε ήρεμα, έδειχνε αποφασισμένος νά μή μείνει στό πατρικό σπίτι, κάπου κάπου άναβε, τόν έβλεπα πού κοκκίνιζε. Ομως τήν πιό πολλή ώρα έμενε ψύχραινος. Ο υπηρέτης είχε εξαφανιστεί, σάν νά είχε ανοίξει η γή καί νά τόν είχε καταπιεί, τόν κακομοίρη.

Κάποια στιγμή, χωρίς νά τό καταλάβω, μπλέχτηκα καί γώ στή συζήτηση πατέρα καί γιού, στόν καυγά τους. Κατάλαβα αμέσως πώς ήταν λάθος μου, αλλά... Οταν άκουσα τόν πατέρα νά μιλάει γιά σιγουριά στή ζωή, γιά τάξη, γιά τήν αξία τής μόνιμης δουλειάς καί τού πρακτικού μυαλού, δέν κρατήθηκα.

"Εχετε δίκαιο" τού είπα. "Μά δέν υπάρχουν μόνον αυτά στή ζωή".

Εκείνος γύρισε καί μέ κοίταξε μ' έναν τρόπο, σά νά' λεγε, μπά, μιλάει κι αυτό, δηλαδή, τό ανίδεο, τό χθεσινό σκατό! Ωστόσο κρατήθηκε, μέ κάρφωσε μ' ένα γλυκανάλατο βλέμμα καί είπε:

"Καί τί, κατά τή γνώμη σας, αγαπητή μου, αξίζει στή ζωή; Πολύ θά ήθελα νά τό μάθω".

Η ειρωνία του έσπαζε κόκκαλα. Εσπασε καί τή διάθεσή μου νά συνεχίσω, νά τού απαντήσω. Ομως ένιωθα πώς δέν ήταν πιά δυνατόν νά σταματήσω. Αν τό έκανα, θά πρόδινα καί τόν Αντρέα.

"Υπάρχει η μητέρα, υπάρχει η...αγάπη. Υπάρχει η διάθεση νά ονειρεύεσαι, νά δημιουργείς ελπίδες γιά έναν άλλιώτικο κόσμο!"

Πώς μού είχαν κατεβεί όλ' αυτά; Γιατί;

"Δηλαδή;" έκανε ο πατέρας έκπληκτος, σάν νά άκουγε πράματα πού δεν περίμενε, πρό πάντων από έναν άνθρωπο πού δεν περίμενε τέτοια λόγια απ' αυτόν, πού δέν τού γέμιζε τό μάτι.

Είδα γιά μιά στιγμή τόν Αντρέα νά μέ κοιτάζει παρακλητικά, νά προσπαθεί νά μέ ανακόψει. Μά εγώ δέν είχα πιά σταματημό, θαρρούσα ότι μ' έτρωγε η γλώσσα μου, ότι, άν δεν απαντούσα, θά έσκαζα. Καί τού πέταξα, τού πατέρα, καί τό χειρότερο.

"Ξέρετε" τού λέω, "τί κάνει ο Αντρέας τίς ελεύθερές του ώρες; πώς ονειρεύεται; Κατασκευάζει αεροπλάνα, μόνος του, καί τ' αμολάει στόν ουρανό. Καί ξέρετε..;

"Ο Αντρέας όρμησε καί μέ άρπαξε από τό χέρι, έκανε σάν νά ήθελε νά μού κλείσει τό στόμα.

"Μή" μού λέει, "σταμάτα. Σέ παρακαλώ. Σού απαγορεύω..."

Μά ήταν πιά πολύ αργά. Ο πατέρας περίμενε σάν λύκος.

"...ξέρετε;" συνέχισα, "ποιά ονόματα έχει δωσει στά αεροπλάνα του; Μητέρα, μητέρα καί αγάπη. Μήπως είναι αυτά πού τού λείπουν;"

Η ψυχραιμία τού πατέρα δέν άντεξε τόν υπαινιγμό. Τόν είδα στήν αρχή νά χαμογελά, μετά νά σοβαρεύεται, νά δαγκώνει τά χείλια του, τέλος νά θυμώνει. Κι είπε μέ χαμηλή φωνή, μά γεμάτη λύσσα:

"Ετσι, έ; Μάλιστα. Μητέρα καί αγάπη. Ωραιότατα. Κι εσείς συγκινηθήκατε. Τό καταλαβαίνω. Μά δέν αναρωτήθηκες, εσύ η τόσο ευαίσθητη, πού ήταν πεταμένος ο πατέρας; Αγάπη νά σού πετύχει..."

Εδειχνε πικραμένος, μά πιό πολύ τόν έπνιγε οργή. Είχε ξεχάσει καί τόν πληθυντικό του καί όλες τίς γλυκερές του ρεβεράντζες. Πρέπει νά είχε ξεχάσει απότομα καί τήν εντολή του γιά δείπνο γιά τρείς. Καί πρίν προλάβουμε νά πούμε κάτι, ο Αντρέας ή εγώ, ξέσπασε:

"Μπορείς νά μού πείς πού πήγε η αγάπη γιά τόν πατέρα; Εσένα ρωτώ, τήν τόσο ευαίσθητη. Γιατί τόν κύριο από δώ" κι έδειξε τόν Αντρέα, "τόν ξέρω καλά. Δεμένος στό φουστάνι τής μάνας του, μυξιάρης, κλαψιάρης, αδύναμος, από μικρός, μέχρι πού μεγάλωσε. Εγώ προσπαθούσα νά τόν κάνω άντρα, εκείνος σαλιάριζε μέ τή μάνα του. Γίνονταν κόμμα καί μέ πολεμούσαν, λές κι ήμουνα ληστής ή μαύρος. Τώρα μού μιλάς γι' αεροπλανάκια καί πράσιν' άλογα. Ο πατέρας πού πετιέται, μού λές;"

Οσο μιλούσε, τόσο άφριζε. Ο Αντρέας άκουγε μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Σκεφτόταν, μετάνιωνε, μ'έβριζε από μέσα του; Δέν ξέρω. Ωστόσο, ο πατέρας δέν είχε τελειώσει. Κάποια στιγμή γύρισε στόν γιό του οργισμένος.

"Βρέ" τού είπε, "αχάριστε, τά ξέχασες όλα όσα έκανα γιά σένα; Εγώ σκοτωνόμουνα στή δουλειά γιά νά σάς εξασφαλίσω κι εσείς... Θυμάσαι, βρέ, τό αυτοκίνητο πού είχα πάρει; Τότε, βρέ, ποιός είχε σεβρολέτ γιά βόλτες; Είχε κανένας φίλος σου; Μίλα, βρέ μουλωχτέ, ίδιος η μάνα σου, μέ τούς ρομαντισμούς της καί τίς σαχλαμάρες της. Ομως άλλος σκοτωνόταν γιά νά σάς τά εξασφαλίσει όλα εκείνα. Κι εσύ, η μαμά σου κι η μαμά σου!"

Εκεί επάνω, όπως τού έθιγαν τή μητέρα του, σήκωσε τό κεφάλι του ο Αντρέας καί είπε οργισμένος:

"Ασε την ήσυχη εκεί πού βρίσκεται. Ηταν μιά άγια γυναίκα, η μαμά, μιά άγια"

Ο άλλος έδειξε ν' ανάβει περισσότερο μέ αυτό πού άκουσε.Αλλαξε, πήρε ύφος κοροϊδευτικό, σφίριξε σαν φίδι.

"Αγια, έ; Αγια. Περίμενέ με ένα λεπτό καί θά σού πώ ποιά άγια, η σιγανοπαπαδιά. Περίμενε!"

Καί βγήκε έξαλλος απ' τό δωμάτιο, ακούστηκε σέ λίγο νά ξεκλειδώνει δίπλα κάτι σάν έπιπλο, ν'ανοίγει καί νά κλείνει συρτάρια, τέλος νά ξανακλειδώνει. Σέ λίγο όρμησε ξανά μές στό δωμάτιο. Κρατούσε στά χέρια του έναν φάκελο γραφείου, κόκκινον. Φαινότανε πολύ παλιός, φθαρμένος.

"Πάρε τον" βρυχήθηκε καί τόν έχωσε μέ τό ζόρι στήν αγκαλιά τού γιού του. "Πάρε τον καί διάβασε αυτά πού έχει μέσα. Νά δείς τήν άγια τή μάνα σου, τή σιγανοπαπαδιά!"

Ο Αντρέας, σάν νά τόν έκαιγε κείνο τό πράμα, σάν νά τό σιχαινόταν, άνοιξε τά χέρια του κι ο φάκελος έπεσε στό δάπεδο, αφήνοντας νά σκορπίσουν κάποια παλιά χαρτιά γραμμένα. Μά κι ο πατέρας του δέν ήταν από τούς ανθρώπους πού θά τόν σταματούσε μιά τέτοια αντίδραση. Εξ άλλου, έδειχνε νά μήν έλεγχε πιά τόν εαυτό του. Εσκυψε, μάζεψε τόν φάκελο, μάζεψε πυρετωδώς τά χαρτιά πού είχαν χυθεί, τά τακτοποίησε πάλι όλα, μέ σπασμωδικές κινήσεις, καί τά ξανάχωσε στά χέρια τού Αντρέα μέ τό ζόρι, λέγοντας:

"Εδώ θά τά βρείς όλα, θά μάθεις γιά τά καμώματα τής μάνας σου. Κι άν δέν πεισθείς, έχει μέσα καί μιά διεύθυνση. Πήγαινε καί ρώτα. Θά σού ανοίξουν τά μάτια. Κι ύστερα ξαναφκιάξε κι άλλα αεροπλανάκια καί γράφε τ' όνομά της όσο θέλεις. Εμένα καρφί δέν μού καίγεται!".

Φύγαμε από τό σπίτι κακήν κακώς, σάν νά μάς είχαν δείρει.Τόν φάκελο τόν πήραμε μαζί μας

.-.-

Γιά δυό μέρες δέν τόν είδα τόν Αντρέα. Εμενε κλειδωμένος στό δωμάτιό του. Χτυπούσα καί δέ μ' άνοιγε. Ομως ήταν μέσα, τό' ξερα. Στό τέλος σκέφτηκα, άς τον, κάποια ώρα θά ανοίξει, θά μού μιλήσει, θά μου πεί. Τήν τρίτη μέρα, πρωί πρωί, άκουσα πώς άνοιγε η πόρτα του, ύστερα άκουσα βιαστικά βήματα, έτρεξα στό παράθυρο καί τόν είδα νά φεύγει σάν κλέφτης. Κάτω από τή μασχάλη του έσφιγγε τόν κόκκινο φάκελο.

Εκείνη τή μέρα δέν πήγα στή δουλειά. Κάθησα καί τόν περίμενα. Μέ έτρωγε η αγωνία. Ο Αντρέας γύρισε πολύ αργά τό βράδυ. Πήγε στό δωμάτιο του καί κλειδώθηκε πάλι, λές κι ήθελε νά μ' αφήσει έξω από τά προβήματά του. Αλλά γιά ποιό λόγο; Ηξερα κιόλας πολλά γιά κείνον καί τήν οικογένειά του, υποψιαζόμουν κι άλλα, μάλλον χειρότερα. Κι ακόμη, ήμουν ένας άνθρωπος πού τόν συμπαθούσε, ίσως κάτι περισσότερο. Πάντως, εκείνο τό κρυφτούλι δέ μπορούσε νά συνεχιστεί. Δέν ήταν δυνατόν, έτσι πού ζούσαμε, δίπλα δίπλα. Κι ύστερα απ' όσα είχαν προηγηθεί!

Ο Αντρέας μού χτύπησε τήν πόρτα τό άλλο απόγευμα. Ισως είχε έρθει καί νωρίτερα, αλλά εγώ είχα πάει στή δουλειά μου, στό ψιλικατζίδικο. Μπήκε μουδιασμένος, στάθηκε όρθιος, είπε: 

"Συγνώμη".

Ηταν φανερό πώς είχε περάσει δύσκολες ώρες, αλλά μπορεί καί νά μέ ντρεπόταν, μετά τά όσα είχα δεί καί τά όσα είχα ακούσει. Μπορεί νά ένιωθε άσχημα γιατί, στό σπίτι τού πατέρα του, είχε προσπαθήσει μιά δυό φορές νά μ' εμποδίσει νά μιλήσω. Ομως εγώ δέν τά μετρούσα αυτά. Δέν τό καταλάβαινε;

Γιά λίγο μείναμε σιωπηλοί, νιώθαμε αδέξια. Υστερα εκείνος, πού καταλάβαινε ότι όφειλε επί τέλους νά μιλήσει, μού αφηγήθηκε τά όσα είχαν γίνει τήν προηγούμενη μέρα. Κι ήταν, στ' αλήθεια, συνταρακτικά. Οσο τά διηγιόταν, κουραζόταν, σταματούσε κάθε τόσο. Νομίζω μερικές φορές κόντεψε νά πατήσει τά κλάματα. Μά τά κατάφερνε καί συνέχιζε, έστω καί μέ σπασμένη τή φωνή.

Καί νά τί μού διηγήθηκε, όσα θυμούμαι δηλαδή:

-.-

Μέσα σέ κείνον τόν κόκκινο φάκελο είχε βρεί, όπως τού είχε πεί ο πατέρας του, μιά διεύθυνση, τό όνομα μιάς γυναίκας, τήν οδό καί τόν αριθμό. Δέν ήταν μακριά από κεί πού μέναμε, ούτε από τό πατρικό σπίτι τού Αντρέα. Ο ίδιος μάλιστα μού ομολόγησε ότι τό ήξερε εκείνο τό σπίτι, ότι πρέπει νά πήγαινε εκεί μέ τούς γονείς του, όταν ήταν πολύ μικρός.

"Πρέπει νά σού πώ" μού είπε, "τί περιείχε εκείνος ο φακελος, αλλιώς δέ θά καταλάβεις τίποτε. Ο φάκελος, λοιπόν, είχε παλιές επιστολές τής μαμάς μου πρός κάποιον κύριο, τόν σύζυγο τής κυρίας πού συνάντησα".

Σταμάτησε γιά ένα λεπτό, πήρε βαθιά ανάσα κι είπε:

"Οι επιστολές εκείνες ήταν πολύ φιλικές, ίσως ερωτικές! Τίς διάβασα όλες, μιά καί δυό φορές. Αυτό έκανα χτές, όλη τή μέρα. Γι' αυτό δέ μπορούσα νά σού ανοίξω. Συγνώμη"

Σταμάτησε καί πάλι γιά λίγο. Κι ύστερα, χωρίς νά κομπιάζει πιά, μού αφηγήθηκε τή συνάντηση καί τή συνομιλία του μέ κείνη τήν άγνωστη γυναίκα. Αγνωστη γιά μένα. Γιατί εκείνος τήν ήξερε, τήν ξαναθυμήθηκε μέ τά όσα άκουσε. Η ιστορία, απ' όσο θυμούμαι, απ' όσο κατάλαβα, ήταν περίπου ως εξής:

Ο πατέρας κι η μητέρα τού Αντρέα είχαν γνωρίσει πρίν πολλά χρόνια, πρίν από τόν πόλεμο ακόμα, τήν άγνωστη γυναίκα καί τόν άντρα της. Τό ζευγάρι εκείνο είχε γυρίσει από τή Ρωσία, μετά τήν επανάσταση. Ο άντρας ήταν ελληνικής καταγωγής, αξιωματικός τού ρωσικού στρατού, τού τσαρικού, εκείνη Ρωσίδα, κόρη στρατηγού. Κατέφυγαν στήν Ελλάδα γιά νά σωθούν καί μέ τήν ελπίδα νά βρεί εκείνος κάποια δουλειά, νά ζήσουν. Ο αντρας τακτοποιήθηκε πράγματι σέ μιάν υπηρεσία πού είχε νά κάνει μέ τούς αγρότες. Η γυναίκα του προσπαθούσε νά γίνει καλή νοικοκυρά. Βέβαια αλλιώς ήταν μαθημένη στήν πατρίδα της, μέ όλα τά καλά της. Μά τί μπορόυσε νά κάνει πιά; Γνωρίστηκαν μέ τούς γονείς τού Αντρέα, όταν εκείνος ήταν μωρό, δύο τριών χρόνων. Γίναν φίλοι, στενοί, τόσο στενοί πού σέ λίγο ξέσπασε τό δράμα.

Τό έδειχναν εκείνες οι επιστολές τού κόκκινου φάκελου. Εδειχναν, δηλαδή, πώς ο αξιωματικός από τή Ρωσία δημιούργησε κάποιου είδους σχέση μέ τή μητέρα τού Αντρέα. Πρέπει κάποια στιγμή νά τά υποψιάστηκε όλα ο πατέρας τού Αντρέα καί νά οργίστηκε φοβερά. Πήγε τότε στήν φίλη τους τη Ρωσίδα καί, χωρίς δισταγμό, τής τά είπε όλα, χαρτί καί καλαμάρι. Μά δέ σταμάτησε εκεί. Προσπάθησε νά πληρώσει τόν πρώην αξιωματικό μέ τό ίδιο νόμισμα. Μά η κυρία από τήν Ρωσία αρνήθηκε.

Ο Αντρέας μού έλεγε μέσες άκρες μόνο αυτής τής παλιάς ιστορίας, καμιά φορά μπερδευόταν καί μού έλεγε κουβέντες πού δεν ταίριαζαν μέ τίς υπόλοιπες. Νομίζω ότι κάποια πράματα μού τά έκρυβε. Μπορεί νά μήν ήθελε νά ντροπιαστεί η μάνα του.

Τό σίγουρο ήταν πάντως ότι ο πατέρας του λύσσαξε. Μιά νύχτα μέ βροχή έδιωξε τή γυναίκα του από τό σπίτι. Εκείνη, μήν έχοντας πού αλλού νά πάει, χτύπησε τήν πόρτα τών φίλων της. Η Ρωσίδα τήν δέχτηκε, τήν περιποιήθηκε όσο μπορούσε, αλλά η μητέρα τού Αντρέα, πάντοτε φιλάσθενη, δέ μπόρεσε νά τά βγάλει πέρα. Πέθανε στό ξένο σπίτι. Καί μετά; Νά πώς αφηγήθηκε η γυναίκα εκείνη, τό προηγούμενο βράδυ, στον Αντρέα τίς άσχημες εκείνες ώρες:

"Τήν καημένη τή μητέρα σου εγώ την αγαπούσα. καταλάβαινα τί περνούσε, είχα καταλάβει τί είδους άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου. Καί τί είναι μέχρι καί σήμερα. Γιατί νομίζεις ότι σ' έστειλε σέ μένα μ' αυτά τά γράμματα; Εγώ τά ήξερα όλα, τά ήξερα κι αυτά τά γράμματα, μού τά είχε φέρει κάποτε ο ίδιος, ο πατέρας σου, γιά νά μέ βάλει νά μαλώσω μέ τόν άντρα μου. Αλλωστε, εγώ είχα διαβάσει κι άλλα γράμματα, εκείνα πού έστελνε η καημένη η μητέρα σου στόν άντρα μου. Μού τά είχε δείξει ο ίδιος, τότε πού είχε ξεσπάσει τό κακό κι ερχόταν ο πατέρας σου μέ τό αυτοκίνητό του έξω από τό σπίτι μας. Μάς έβριζε καί μάς απειλούσε. Ομως ήταν δειλός, θρασύδειλος. Μιά φορά αγανάκτησε τόσο ο άντρας μου, πού βγήκε μέ τό σπαθί, αλλά ο δικός σου πήρε δρόμο. Οταν, αργότερα, πέθανε ο άντρας μου, άρχισε νά ξανάρχεται, μέ λουλούδια καί γλυκά. Τόν έδιωξα. Από τότε δέν τού έχει περάσει η λύσσα. Αλήθεια, πές μου, φωνάζει πάντα Σεμιόν τόν υπηρέτη σας, σά νά' ναι Ρώσος; Αυτά τά έκανε από παλιά γιά νά μέ συγκινήσει. Διάβαζε ρωσικά μυθιστορήματα, άκουγε ρωσική μουσική. Μιά μέρα μού εμφανίστηκε καί μέ ρωσικό καλπάκι. Τί γελοίος!"

Σταμάτησε η γυναίκα λαχανιασμένη, ίσως θλιμμένη. Είπε: 

"Καταλαβαίνεις πόσα πράματα τόν έσπρωξαν γιά νά σέ στείλει σέ μένα; Είναι ένα θηρίο μέσα σέ κλουβί. Χτυπιέται. Δέν ξέρει πώς νά βγεί από κεί μέσα. Δηλαδή δέν ξέρει πώς νά σε πλησιάσει, πώς νά πλησιάσει καί μένα. Είμαστε οι δυό άνθρωποι πού θέλει νά' χει κοντά του, νομίζοντας ότι έτσι θά ξαναγίνουν όλα καλά, θά ξεχαστούν. Ομως γελιέται, ξεγελάει τόν εαυτό του. Αν δέν είχες φύγει από κοντά του, ίσως η κατάσταση νά ήταν λίγο καλύτερη γιά κείνον. Η έτσι νομίζει. Σκέψου αυτό πού σού λέω"

Στό τέλος τόν φίλησε η γυναίκα τόν Αντρέα καί τόν έδιωξε, πάντα γεμάτον ερωτήματα. Τόν έβλεπα ότι τά ίδια ερωτήματα τόν βασάνιζαν καί τήν ώρα πού μού τά αφηγιόταν όλα εκείνα. Ομως πώς νά τόν γειάνω;

-.-

Η γιατρειά, μιά γιατρειά πού πόνεσε καί κείνον καί εμένα, ήρθε τελείως αναπάντεχα, μέ πόνο. Ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά, τρέχοντας στούς δρόμους, όπως μάς αποκάλυψε ο Συμεών, μές στή βροχή, ύστερα από γενναίο φαγοπότι καί πολύ κρασί. Φυσικά πήγαμε στήν κηδεία, πήγα και γώ. Σταθήκαμε πίσω πίσω, σάν άγνωστοι. Αλλωστε, ελάχιστοι ξένοι είχαν έρθει.

Τώρα τό σπίτι τους έχει μείνει έρημο, μονάχα μέ τόν Συμεών νά συμμαζεύει ό, τι μπορεί, μέ τόν Συμεών νά περιμένει πότε θά γιατρευτεί εντελώς ο Αντρέας καί θά γυρίσει στό σπίτι του. Ο κόκκινος φάκελος, άν ενδιαφέρει, είναι πάντα πάνω στό τραπέζι τού φίλου μου, στή φτωχική κάμαρα, δίπλα μου.

Θεσσαλονίκη 1959

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα