Μυθιστόρημα
Κάτι σαν παραμύθι του παππού Νίκου
στην εγγονή Νικολέτα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Περί αδίστακτου εκδικητή
Το σωτήριον έτος 192Ο, μέρα καλοκαιριού, κοντά στο
σούρουπο, ο περί ου ο λόγος Φώτης ανέσυρε από τον
κόρφο του, σαν νά'σκιζε ή νά'σκαβε τα στήθια του -
γιατί ακούστηκε καλά και το ακούσανε το βογκητό
του οι πάντες -, ανέσυρε το μεθυσμένο του μαχαίρι
και, με μια κίνηση μονάχα, έκοψε τον λαιμό του
ενωμοτάρχη πέρα για πέρα και γέμισε τον τόπο
αίματα, τα ρούχα τους - του άλλου, τα δικά του - και
το χωματένιο δάπεδο του καφενέ, σ'εκείνο το
ασήμαντο χωρίον Μεταξάς, στα όρη, στα βουνά. Και
μείνανε τα στίγματα αιωνίως, εκεί όπου πέσανε και
λέκιασαν τον κόσμο. Κι ακόμα παρά πέρα, όπου τα
περπάτησε εκείνος, ο εκτελεστής, σε βουνά και σε
ρουμάνια, σε χορτάρια και σε πρόβατα, σε νερά κι
αγέρηδες, τα αίματα.
Κι έμεινε η κραυγή, σαν κλαγγή
παλιάς καμπάνας, "σου τό'χα τάξει, ωρε τράγο, να
σε σφάξω όρθιον!", που φώναξε ο Φώτης με
βραχνάδα και γινάτι, λες κι ήθελε να
δικιολογηθεί, μ'όλο πού, όπως αποδείχθηκε, ποσώς
τον ένοιαζε, ούτε και το ψηφούσε, για το από κει
και πέρα. Κι όντως του τό'χε τάξει του ενωμοτάρχη,
εκείνου του θρασύτατου κορτάκια. Και μ'όλο που
όλ'αυτά θυμίζουν τεθνεούσες ανθοδέσμες και παλιά
τραγούδια θλίψης, τυλιγμένα πλέον σε σάβανα - εδώ
και χρόνια χωματένια και κιτρινισμένα - όντως του
τό'χε τάξει αναψοκοκκινισμένος του ενωμοτάρχη,
εκει στον ίδιο καφενέ, βεβαίως χαμηλόφωνα, πάντως
βαριά κι ασήκωτα, με έγνοια να διαφυλάξει το καλό
του όνομα, του ίδιου δηλαδή, μα και συγγενών του,
προσφιλών, ιδιαίτερως της ξαδέρφης του Μαρίας,
που μάλλον στάθηκε, ακούσια, η πέτρα του
σκανδάλου, αναντιρρήτως βέβαια η αιτία της
σφαγής του ενωμοτάρχη, που πήγαινε γυρεύοντας να
φάει το κεφάλι του, να του το φάνε.
Γιατί ο Φώτης, πού'χε πρόσφατα
απολυθεί απ'τον στρατό κι ήταν στη δούλεψη του
μπάρμπα του, στη στάνη, επί μέρες, εβδομάδες
μακριά απ'το χωριό, είχε ρωτήσει κι είχε μάθει ότι
ο ενωμοτάρχης έστηνε καρτέρια στην ξαδέρφη του
Μαρία και την κόρταρε ασύστολα και φορτικά - το
είχε ομολογήσει ενοχλημένη και η ίδια, πως ούτε
ως τη βρύση του νερού δεν ξεμυτούσε, δεν τολμούσε,
όταν την είχε ανακρίνει ο Φώτης, αναρρωτούμενος
συχνά αλλά υποψιαζόμενος για τη μελαγχολία της -
καμιά φορά καυχιότανε ο άλλος κιόλας, στον
μοιραίο καφενέ, τόσο που τον προειδοποίησε ο
Φώτης, "μακριά απ'την ξαδέρφη μου, γιατί θα
αρπαχτούμε άσχημα!". Μόνο που ο άλλος, εξουσία
ντέ, τον ειρωνεύτηκε, κάτι του είπε πως τον έθρεφε
καιρό, τον Φώτη, η πατρίς (μα ποιός μιλούσε;), κάτι
πως δε θα τον φοβότανε, έναν τσαρουχοκλέφτη, το
χειρότερο πως το ωραίο πρέπει να εκτιμάται, να
θαυμάζεται, αρειμανίως. Κι έτσι, με τη
συνεχιζόμενη αποκοτιά του, τις πολιορκίες του,
δεν πρόλαβε ούτε να σύρει το πιστόλι του, παρά
κυλίστηκε ο άμυαλος - σφαχτάρι σκέτο άπνοος και
τελειωμένος.
Αργότερα θα λέγανε πολλά, θα πλέκαν
παραμύθια που θυμίζαν άγρια δύση, κάποια φτάσαν
και στον Τύπο, με άφθονο αλάτι και πιπέρι κι άλλα
γαρνιρίσματα, μερικά χυδαία, περι αιμομικτικών
κινήτρων τάχα, και ετέρων παρομοίων. Βεβαίως, δε
μπορούσε να τελειώσει εκεί η ιστορία, τώρα μόλις
άρχιζε, καθώς βούιξε ο τόπος, το χωριό, οι στάνες,
μέχρι πέρα στα βουνά, ότι το φονικό δε θά'μενε
ατιμώρητο, απλήρωτο, από τους χωροφύλακες κυρίως,
τα αποσπάσματα, από αποφασισμένους κυνηγούς των
ξεροκέφαλων (άρα και του "αιμοσταγούς"
εκείνου Φώτη), το θιγέν βεβαίως κράτος των
εισαγγελέων και των δικαστών, ίσως των παπάδων,
των προυχόντων, των κρατούντων, μα και των
νοικοκυρέων, πιο πολύ των πεδινών, των άστεων,
μεγάλων και μικρότερων, των εμπόρων, πιθανώς των
κυριών και δεσποινίδων πάσης ηλικίας και
μορφώσεως - ή και αμορφωσιάς -, που ούτε ξέρανε
περί Μαρίας και των προσβολών που δέχτηκε, των
κρυφών λιγμών της, ούτε και σκοτίζονταν να
μάθουν, έστω κι αν υποτεθεί ότι μπορούσαν.
Κάποιοι αφουγκράζονταν το αίμα που βογκούσε,
τους τρελαίνανε ο φόβος κι άλλα συναισθήματα, το
ακολουθούσαν σαν σκυλιά του κυνηγιού, πέρα από το
χωριό, τις κοντινές του στάνες, τις χαράδρες,
παραπέρα, στους αγριοπόταμους, στα δέντρα που
λυγίζαν από πάνω τους επίφοβα, στα πουρνάρια, στα
χορτάρια, τρέχαν με το λυσσαλέο, άρρωστο
αφούγκρισμά τους μέχρι μακρινές μα γνώριμες
σπηλιές, μέχρι ακόμη και παραμυθένια καταφύγια
ληστών και άλλων παρανόμων, που δεν τά'χαν δει μα
τά'χαν ακουστά από παππούδες και γιαγιάδες, από
κάποιους ξεπεσμένους, πεινασμένους γυρολόγους,
από γύφτους, ίσως κι από γύφτισες, που για ένα
ξεροκόμματο και λίγο τσίπουρο μπορούσαν να σου
πούνε ό,τι θέλανε κι ό,τι ποθούσε η καρδιά σου.
Πολλές φορές μένανε ξάγρυπνοι, περίπου έντρομοι,
με κείνες τις φανταστικές περιπλανήσεις πίσω από
τη μυρουδιά του αίματος, που τώρα τό' σερνε ο
δολοφόνος Φώτης πίσω του, στα ρούχα του και στις
πατημασιές του, στις ανάσες του - "ο
ασυλλόγιστος", θα λέγανε, και ίσως θα ελπίζανε
στο ανέλπιστο και στο απίθανο, πως δηλαδή
μπορούσε νά'ναι κείνοι που θα τον ανακαλύπτανε.
Μα ποιος ήταν ο ασυλλόγιστος και
ποιος δεν ήταν, θα διαπιστωνότανε στα γρήγορα,
όχι σε μήνες, μα σε μέρες, ιδίως αν μπορούσανε
ν'αφουγκραστούν σωστά, όλοι εκείνοι οι
ξαγρυπνισμένοι μάντεις της δεκάρας. Γιατί ο
Φώτης, πονηρότερος απ'όλους τους, είχε μηχανευτεί
τα πάντα που έπρεπε ν'ακολουθήσουν, τράβηξε κατα
το φτωχικό του μπάρμπα του, τους τά'πε όλα
ειλικρινά κι απότομα, τους αποσβόλωσε και τους
συννέφιασε αγρίως, και ύστερα τάχα τους έδεσε,
σφιχτά εν τούτοις, αυτόν, τη θεια του και την
εξαδέρφη, "να με βρίζετε και να με καταριέστε
όσο θέλετε κι όσο μπορείτε, μήπως και
γλυτώσετε", συμβούλεψε, ειδικά μπροστά στους
χωροφύλακες που θά'ρχονταν, δρομαίοι,
μανιασμένοι, θα τους παίδευαν αναμφιβόλως,
μπορεί και να τους παίρνανε απ'το χωριό ή να τους
διώχναν, Κυριος οίδε πού. Κατόπι, μη ξεχνώντας το
παλιό του όπλο, κοιμισμένο από τα χρόνια των
βαλκανικών κρυμμένο, μα τώρα πλέον απαραίτητο,
ούτε και το στιγματισμένο του μαχαίρι, πήρε δρόμο
και δρομάκι, έφτασε το ίδιο βράδυ σ'ένα κοντινό
ποτάμι, βούτηξε και πλύθηκε καλά καλά, ολόγυμνος,
κι ύστερα έπλυνε τα ρούχα του όσο γινόταν κι όσο
ήξερε καλύτερα, τόσο που να μη μείνει ούτε ίχνος
αίματος, τουλάχιστον, (τα άλλα όλα τα κρατούσε
μέσα του, αίματα πάλι, που χτυπούσαν και
ουρλιάζανε) και πήρε τον ανήφορο για μια
συγγενική τους στάνη, μακρινή, ίδιος αρχαίο
άγαλμα στην ερημιά, μα με το μπογαλάκι του υπό
μάλης. Ακόμα στάζαν τα νερά, όταν είδε φωτιά κι
άκουσε ομιλίες, "ρε" φώναξε, "αν έχετε
καμιά γυναίκα, κρύψτε την", μη και τον έβλεπε, η
κακομοίρα, οπως τον είχε κάνει η μάνα του. Τότε
ακούστηκαν να αλιχτούνε οι μαντρόσκυλοι, να
τρέχουνε κατά τους θάμνους όπου διάλεξε κι όπου
κρυβόταν, σε λίγο να τον γλίφουνε, να τον
μυρίζουνε και να γρυλίζουν, σαν κάπου κάπως να
τον ξέρανε, να τον αναγνωρίζαν, ευτυχώς μονάχα
σκύλοι, φιλικοί και πάντως άοπλοι.
Αλλά τ'άγρια μαντάτα είχαν φτάσει
πριν από τον ίδιο, του αποκαλύψανε συλλογισμένοι,
όχι φοβισμένοι, οι τσομπαναρέοι, "τράβα στη
χαράδρα, στη σπηλιά για ύπνο", συμβουλέψαν,
μόνο τόσο, μα στενάχωρα, σίγουροι ότι τους
καταλάβαινε. Κείνος, σαν να ένιωθε διωγμένος,
είπες μες στα δοντια, σαν να δάγκωνε τον λόγο,
"καληνύχτα", χάθηκε γυμνός μέσα στη νύχτα, με
το μπογαλάκι υπό μάλης και το όπλο περασμένο
σταυρωτά στην πλάτη του - τα τσαρούχια του τά'χε
φορέσει από ώρα. Και κοιμήθηκε, όσο κοιμήθηκε,
γυμνός, σαν άγγελος, ή διάβολος, κι άκουγε μόνο
τις βουές του σπήλαιου, τη δική του την ανάσα, μια
ή δυο φορές κάποιες κρωξιές από νυκτόβια, φωνές
του ύπνου του και τέλος δυο σκυλιά που είχαν
αρπαχτεί με υλακές - και ξύπνησε, χαράματα,
ξεκούραστος και ανανεωμένος, μα συλλογισμένος.
Την ίδια μέρα πήρε τα βουνά και τα
λαγκάδια, όχι ιδιαιτέρως μακριά απ'το χωριό του ή,
τουλάχιστον, τις μυρουδιές του, τις φωνές του, τις
συνήθειες, τις μνήμες, τ'άχτια μιας ζωής. Κάποια
ώρα μπήκε σ'ένα δάσος, ύστερα κατέβηκε σε μιαν
ανήλιαγη χαράδρα, ξαναχώθηκε σε δάσος που
έδειχνε ατέλειωτο, μα σίγουρο, ισκιερό βεβαίως
μες στην κάψα. Περπατούσε άνετα, το όπλο πάντα
σταυρωτά στην πλάτη, τα πουλιά στ'αυτιά του και
τις σκέψεις να κλωθογυρίζουν στο μυαλό του,
πάντως να μην τον ζαλίζουν. Οπως τράβαγε προς τον
ανήφορο, ένιωσε πρώτα στο στήθος του, σαν
καμτσικιά, κατόπιν τ'άκουσε, ένα τσεκούρι να
βροντά πάνω σε δέντρο, ρυθμικά, μελετημένα,
κατόπι δεύτερο, κατάλαβε πως θά'ταν ξυλοκόποι,
δυο ή τρεις, σίγουρα άγνωστοι. Καλού κακού,
μετρίασε το βήμα του, τη φόρα του, στάθηκε
ν'αφουγκραστεί το μέρος από όπου έρχονταν οι
χτύποι, ίσως ομιλίες, αγκομαχητά. Βαδίζοντας σαν
γάτα και διαλέγοντας πού θα πατήσει, μην τυχόν
και ακουστεί πριν το θελήσει, ελπίζοντας στο ότι
εκείνοι πρέπει νά'ταν απορροφημένοι απ'το πάθος
τους να ρίξουν τον κορμό, κουφοί από τους μέσα και
τους έξω χτύπους, πλησίασε στα λίγα βήματα - τους
είδε. Οντως του ήταν άγνωστοι, κι οι δυό τους, ένας
άντρας μεστωμένος κι ένας νέος, λυγισμένοι
ιδιότυπα, λικνιζόμενοι μαζί με τα τσεκούρια τους,
σ'ένα χορό που ο Φώτης είχε ξαναδεί, πολλές φορές,
απ'τα μικράτα του - βλαστημούσαν τώρα πότε πότε,
άλλοτε γελούσαν, κάθιδροι. Λίγο παραπέρα
βόσκαγαν τα δυό μουλάρια τους. Πριν μιλήσει, είχε
ξεκρεμάσει τ'όπλο του, κοίταξε ακόμη μια φορά ένα
γύρο, κι ύστερα, "σταθείτε!", φώναξε, σαν να
τους πρόσταζε, μεγαλοφώνως, μην και δεν τον
άκουγαν, που βρόνταγαν οι χτύποι από τα τσεκούρια
πάνω στο αρχαίο δέντρο.
Μα πέσαν οι χειρότερες οι
τσεκουριές σε λίγο, σαν να του σκίζαν το κορμί και
το μυαλό του, καθώς μάθαινε απ'τους ξυλοκόπους,
που υποπτεύτηκαν ποιος ήταν (τρέχαν τα μαντάτα,
ειδικά τα πιο δυσοίωνα) ότι όλοι οι δικοί του, κι η
Μαρία βέβαια, είχαν ριχτεί σε φοβερά
μπουντρούμια αυθημερόν - ότι τάχα τον καλύπταν
τον φονιά - και τους πιλάτευαν, τους χτύπαγαν οι
χωροφύλακες για ώρες, πιο πολύ τον μπάρμπα του,
για το πού κρυβότανε ο δολοφόνος ανεψιός - ίσως,
λεγότανε, και να τους στέλνανε σε ξερονήσια,
περίμεναν διαταγή από τη Λάρισα. "Λόγια",
μούγκρισε ο Φώτης, "λόγια και φοβέρες για
γυναίκες", άσχετο τι πίστευε, τι έκλαιγε στο
μέσα του - τότε μούλωσαν οι άλλοι, ίσως
συλλογίστηκαν πως, δε μας πέφτει λόγος, ούτε
μαχαίρι ευτυχώς, μάζεψαν τα ξύλα, όσα είχαν κόψει,
τα φορτώσανε αγκομαχώντας στα μουλάρια και
κατηφορίσανε, όσο ήτανε καιρός. "Μη φοβάσαι",
είπανε, "δε θα πούμε σε κανέναν ότι
σ'απαντήσαμε", δεν ήτανε ανόητοι, γιατί ούτε
τους συνέφερε, τους πονηρούς, καθώς θα μπλέκαν σε
ανακρίσεις και σ'ευθύνες, "μη φοβάσαι" του
υποσχέθηκαν, ότι επρόκειτο για ξένες έγνοιες, ενώ
εκείνος έπαιρνε το άλλο μονοπάτι, ακριβώς το
αντίθετο απ'το δικό τους. Μα για λίγο μόνο, ο
φιλύποπτος, γιατί αργότερα, καλού κακού, τους
πήρε από πίσω, ήτανε για να σιγουρευτεί πως δε θα
τρέχανε στα αποσπάσματα. Μα τράβηξαν για το χωριό
τους, για τα σπίτια τους. Ξέραν τι κάνανε.
Εγερνε ο ήλιος μες σε δέντρα, σε
ψηλά βουνά, όταν σκέφτηκε, ας γυρίσω - όμως προς τα
πού;. Και η μοίρα του - καλή, κακή; - τον έριξε,
μυρίζοντας εκείνος σαν τον έμπειρο ιχνηλάτη,
επάνω σε μια στάνη, λίγα πρόβατα, τον σκύλο κι ένα
γέροντα βοσκό, που μόλις και διέκρινε τα γύρω του,
απ'τα πολλά γεράματα, ωστόσο με τα χρόνια είχε
μάθει να τα κάνει όλα με την ακοή και την αφή.
"Ωρα καλή", είπε του Φώτη, δίχως να τον
βλέπει, καθώς, επί πλέον, ήτανε σκυμμένος κι
άρμεγε, "ώρα καλή, πατέρα", του ψιθύρισε ο
φυγόδικος, κι ο άλλος ούτε που σταμάτησε
ν'αρμέγει, "κάτσε, άσε το μάνλιχερ", συνέχισε
ο γέρος τη δουλειά του, σαν να του έλεγε, δε σου
χρειάζεται, τουλάχιστον εδώ. Κάποτε, ενώ έπεφτε
σχεδόν η νύχτα, απόσωσε ο τσομπάνης τη δουλειά,
πλησίασε με μια γαβάθα γάλα, με λίγο ψωμί, "πιέ
την" συμβούλεψε, "θα είσαι διψασμένος,
βαϊσμένος", θαρρούσες πως γελούσανε τ'αδύνατά
του μάτια και τα μάγουλα και το σαγόνι του το
αξύριστο. Κι εκεί, καθώς σχεδόν εξάπλωσε ο Φώτης,
με εγκλωβισμένη τη φουρτούνα μέσα του, με την
ασάλευτη, προς το παρόν, πλημμύρα αίματος, που
ίσως θα τον έπνιγε κάποια στιγμή, αναλογίστηκε
ότι οι δικοί του ίσως νά'χαν πάρει κιόλας δρόμο
για το ξερονήσι, και βαριαναστέναξε σαν
νικημένος ή βαλαντωμένος. Ηπιε το γάλα
μονοκοπανιάς, καθώς δεν είχε φάει όλη μέρα. Μα μια
στιγμή, κακή στιγμή, κι ενώ μασούσε το ψωμί του,
αιστάνθηκε να μη μπορεί να καταπιεί, σαν κάτι να
του ακινητούσε το λαρύγκι. Και όντως ένιωσε μια
κοφτερή λεπίδα να τον απειλεί, "ακίνητος",
τον πρόσταξε μια βροντερή φωνή, λες κι έβγαινε
από σπήλαιο, "ακίνητος γιατί σου κόβω το κεφάλι
και το παίρνεις παραμάσχαλα", κι ακούστηκαν
δυο γέλια, μάλλον τρία, το ένα ίσως νά'τανε του
γέρου. Ταυτόχρονα κατάλαβε ότι του παίρνανε
αστραπιαία το ντουφέκι του και το μαχαίρι που
είχε πάντα μες στα σωθικά του, ενώ ένα χέρι αόρατο
τραβούσε τα μαλλιά του προς τα επάνω για να τον
ακινητήσει - και βλαστήμησε.
Αφοπλισμένον, όπως τον κατάντησαν,
τον βάλανε και κάθησε σε μια κοτρόνα - ήτανε
τρεις, αξύριστοι, αγρίμια μες στον άγριο τόπο,
οπλισμένοι με ντουφέκια και μαχαίρια, ο
γεροντότερος είχε και σπάθα, γιαταγάνι. Ρώτησε
αυτός, ο αρχηγός τους, "ποιος, ωρέ, είσαι του
λόγου σου;", και ο Φώτης, πού'χε ξαναβρεί την
ψυχραιμία του, διηγήθηκε (τι άλλο τού'μενε;)
ειλικρινά την ιστορία του, τα πάθη του, το
ανδραγάθημά του - ήτανε σίγουρος πως μπρός του δε
στεκόνταν χωροφύλακες ή άνθρωποι του νόμου.
Πάντως, τελειώνοντας βεβαίωσε, "το είχα
προειδοποιήσει το θρασίμι, τον ενωμοτάρχη!",
σαν δικαιολογία για το όλο έγκλημα. Ο απέναντί
του , που τα είχε τα χρονάκια του, χαμογέλασε
ηρεμισμένος, "μ'άλλα λόγια είσαι ο Φώτης απ'τον
Μεταξά, έτσι;", συμπέρανε, κι ύστερα, γυρνώντας
στους δυο άλλους, πρόσταξε, "λύστε, ωρέ, το
παλικάρι, δώστε του και τ'άρματα", και έγινε κι
αυτό, τώρα πιο ευδιάθετα. "Είμαστε ληστές",
του αποκάλυψαν (που τό'χε καταλάβει από ώρα),
"και αν θέλεις, μας ακολουθάς". Αυτός που
μίλαγε, ο αρχηγός, ήταν ο
Νίκος Τσιάρας, με το όνομα, απ'το
Σινιάτσικο , ο δεύτερος λεγότανε Γκανάς, από τον
Σαραντάπορο, "τον τρώει κι αυτόν ένα
φουστάνι", γέλασε ο αρχηγός με νόημα (τι άλλο
εννοούσε;), ο τρίτος Βρωμοπερικλής, ότι είχε
απέχθεια μεγάλη στο νερό - όλοι, λοιπόν, από τα
άγια βόρεια χώματα, από πιο μακρυνά ή κοντινά
χωριά, φευγάτοι από τα σπίτια τους, από τον κόσμο
τους, απελπισμένοι των βουνών, σκληρόπετσοι,
καμιά φορά αδίστακτοι.
Στο μεταξύ, ο γέρος είχε ψήσει
κιόλας έν'αρνί (πότε το έσφαξε, πότε το έγδαρε;,
κανείς δεν τό'χε αντιληφθεί), στρωθήκανε και το
ξεκοκκαλίσανε σαν πεινασμένοι λύκοι,
δροσίζοντάς το κάπως με κρασί, κι αυτό του
γέροντα. Κάποια στιγμή ξεχώρισαν το κόκκαλο της
πλάτης, το πήρε ο Τσιάρας, σαν πιο έμπειρος, σαν
αρχηγός, το εξέτασε καλά καλά μπροστά στη φλόγα,
χαμογέλασε, "ολα καλά", τους καθησύχασε,
"ολα καλά", και ύστερα ξαπλώσανε στις κάπες
τους (ο Φώτης πάλι ξέσκεπος, απ'τον ατέρμονο αγώνα
του με εφιάλτες, που δεν τον παρατούσανε με
τίποτα) και ονειρεύονταν, θορυβωδώς. Πολύ
αργότερα, βαθιά στη νύχτα, ακούστηκαν φωνές των
άστρων και των σύννεφων, κλαγγές του φεγγαριού
που βούλιαζε ολοπόρφυρο, σαν ματωμένο, στις πέρα
κορυφογραμμές των νυχτωμένων δέντρων.
-.-
Εν τούτοις άλλοι αγρυπνούσανε, τουλάχιστον τη
νύχτα που ακολούθησε τον φόνο, τον σφαγιασμό,
αλλά κι αργότερα, από τον φόβο των θρασύτατων
φονιάδων, ενός τουλάχιστον, αυτού οπωσδήποτε
θρασύτατου, και των ληστών. Και κεφαλή τους ήτανε
ο αναντίρρητα απόνετος Απόστολος Ντινφέρνος, ο
ανθυπομοίραρχος από την εύανδρο Ελασσόνα,
φορτωμένος με πιστόλια και μαχαίρια, κυάλια κι
άλλα διάφορα, χρειώδη, προπαντός με μία βίτσα
λιγαριάς, ιδιαίτερα οδυνηρή για όσους τη
δοκίμαζαν, οι άτυχοι όστις Ντινφέρνος
ειδοποιήθηκε κι ενέσκυψε, βεβαίως καθυστερημένα
για τον τεθνεότα, με στρατιά από χωροφύλακες στον
συγκλονισμένο Μεταξά, έτοιμος να επιληφθεί,
χωρίς άλλη χρονοτριβή, της υποθέσεως. Στον
ματωμένο εκείνο καφενέ, ματωμένον όντως σ'όλο του
το δάπεδο, στάθηκε πάνω από το πτώμα του
ενωμοτάρχη βλοσυρός, μια στιγμή μονάχα, με τη
βίτσα σήκωσε την άκρη από την κάπα, που το είχαν
σκεπασμένο πρόχειρα το θύμα, πήρε μια ιδέα από το
αποτρόπαιο θέαμα κι ύστερα πρόσταξε ν'αδειάσει ο
τόπος, να εγκατασταθεί μ'όλη την άνεση σ'ένα
τραπέζι, με άλλα δύο όργανα, παρατρεχάμενους, κι
έτσι ν'αρχίσει την ανάκριση - οπότε κλήθηκε, πρώτη
απ'όλους, η κατακόκκινη από ντροπή Μαρία (δεν είχε
ξαναμπεί σε καφενέ), η επίτηδες και ψεύτικα
δεμένη, όπως αναφέρανε οι χωροφύλακες, όχι από
αυτούς, αλλά από τον παμπόνηρο της ξάδερφο, τον
δολοφόνο. Το κορίτσι μπήκε τρέμοντας κι
αιστάνθηκε ότι σκοτείνιαζε ο τόπος, όπου
απέναντί της κάθονταν ο αξιωματικός, ένα
τσιγκελωτό μουστάκι, δύο μάτια που την
κατακαίγανε, ένα τσουλούφι όλο έπαρση, μια
αποφορά από κολόνια μα και σκόρδο, μια φωνή
βραχνή που έλεγε, "για έλα δώ, μωρή αλεπού, για
πές μας, τι τον είχες συ τον νωματάρχη, πού
βρισκόσασταν, που βγάζατε τα μάτια σας;", που
ήταν όντως ένα ψέμα, προσβολή - και τότε άρχισε να
κλαίει το κορίτσι και να λέει, "όλα
ψέματα...εγώ...ποτέ... ποτέ..." - "καί ποιος, μωρή,
σας έδεσε;", η άλλη δε μιλούσε, τί να πει η έρμη;,
"πρόσεξε", βρόντησε ο Ντινφέρνος, "για
πρόσεξε γιατί...", και έδειξε τη ράβδο του
χαμογελώντας, οπότε το κορίτσι έμεινε παράλυτο
και άλαλο. Την ίδιαν ώρα, για καλή του τύχη (ή για
μαύρη;), άνοιγε πάλι η πόρτα και τους σπρώχναν
μέσα, τον πατέρα της και τη μητέρα, όπου
τρίκλισαν, οι ταλαιπωρηθέντες, οι δεθέντες, και
πέσανε μπροστά σ'εκείνον τον βαρύτατο - "εσύ,
ωρέ γέρο, τι μου παριστάνεις;", γρύλισε κι
ανασηκώθηκε ο Ντινφέρνος, "ποιός σας έδεσε;",
και πριν προφτάσει ν'απαντήσει ο κακόμοιρος, του
έδωσε την πρώτη του βιτσιά, στο μάγουλο, και
λύγισε ο ταλαίπωρος, όμως δεν είπε ούτε κιχ,
παρ'όλο που οι βιτσιές τον χάραζαν συνέχεια. Η
θεια του Φώτη κι η Μαρία είχαν πέσει
λιποθυμισμένες, έτσι ο Ντινφέρνος δεν θα έπαιρνε
ούτε κουβέντα απ'το στόμα των τριών αυτών, των
μόνων συγγενών του δολοφόνου. Μα αποζημιώθηκε
(και με το παραπάνω) από άλλους, από χωριανούς που
θέλαν να γλυτώσουν, ή να γίνουν αρεστοί, να
βγάλουνε παλιά γινάτια, και που λέγανε τα μύρια
όσα για τον Φώτη, τον οξύθυμο και άδικο, που από
μικρό παιδί ξεκοίλιαζε, τάχα, πουλιά, γατιά και
σκύλους κι είχε αιμοβόρα ένστικτα, κακές
συνήθειες να κλέβει και να ψεύδεται, να βρίζει
επι πλέον και τα θεία. Τα καταγράψαν όλ' αυτά τα
όργανα, οι υποτακτικοί του ανθυπομοίραρχου, τα
γράψανε και τα στολίσαν καταλλήλως, οπότε
χόρτασε ο ανακριτής, τα μάζεψε, έριξε μερικές
βιτσιές ακόμα, ο ανάλγητος, και πρόσταξε να
πάρουνε τους τρεις στο σπίτι τους, να το φυλάνε οι
χωροφύλακες νυχθημερόν, για να μην ξεμυτίσουν,
"οι αχρείοι!", φώναξε. Και αποτόλμησε να πει ο
θειος του Φώτη, μες στο χάλι του, "τα ζώα μας, η
στάνη:", δηλαδή ότι θα μέναν νηστικά, θα
ψόφαγαν, κι είπε ο άλλος, "να ψοφήσουν, να
ψοφήσετε κι εσείς, σκουλίκια, να ησυχάσει ο τόπος
απ'τη φύτρα σας!". Ομως δεν ησύχασε καθόλου η
φύτρα τους, ούτε κανένας, γιατί ακούγονταν πολλές
φορές τα βράδια κλάματα, οιμωγές, καθώς εισβάλανε
οι μανιασμένοι, τους ξεγύμνωναν, ιδίως την
ανυπεράσπιστη πλέον Μαρία, τους χτυπούσαν όπου
βρίσκανε. Δεν ησύχασε καθόλου, αφού υπερίπταν
εφιάλτες, σκοτεινές εικόνες και τους κατατρώγανε
τα σωθικά, των Μεταξάδων, και δικαίων και αδίκων -
μέχρι που τους πήρανε τους τρεις του Φώτη από το
χωριό, λέγαν προς άγνωστη κατεύθυνση, ίσως κατά
τη Λάρισα ή σε άγνωστο ξερό νησί, και ρήμαξε το
σπιτικό τους, η φτωχή περιουσία τους, τα λίγα ζώα.
Και ας έλεγε ο Φώτης, ας παρηγοριόταν, ότι ήταν
όλα, "λόγια, λόγια και φοβέρες για γυναίκες".
Μέσα του, βαθιά, τον έτρωγε ένα κακότατο σκουλίκι,
ήταν μια επιθανάτια βίδα που όσο πήγαινε και
τρύπαγε και ρίζωνε εντός του, πιθανώς να τον
δηλητηρίαζε με τον καιρό, το ήξερε, το φανταζόταν,
το φοβόταν. Κι όλο ξεμοναχιαζότανε στο δάσος, σε
ποτάμια με ολοκάθαρο νερό, τα παρατηρούσε σαν
χαμένος και αγωνιζότανε να δει μιαν άσπρην ώρα, ή
μια καταπράσινη, μια γάργαρη, να ανακουφιστεί
ξεχνώντας, ξεριζώνοντας ό,τι ακάθαρτο,
φαρμακωμένο, ματωμένο, και σκορπώντας το στους
πέντε ανέμους.