επιστροφή


Ψηφίδες μυθολογίας
 

 
Το πιο αυτοβιογραφικό -­ post mortem -­ βιβλίο του Νίκου Μπακόλα
παρακολουθεί τις ηλικίες του συγγραφέα


 

 

Ουσιαστικά ένας συγγραφέας γράφει τη ζωή του, διατεινόταν το 1988 ο Ν. Μπακόλας, άρτι βραβευθείς με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημά του Η μεγάλη πλατεία, όντας τότε στο ξεκίνημα της τελευταίας και συγγραφικά ιδιαίτερα γόνιμης δεκαετίας του βίου του. Και πράγματι ο βασικός κορμός του έργου του, από τη Μυθολογία ως την Ατέλειωτη γραφή του αίματος, στηρίζεται σε εμπειρίες και καλύπτει την πόλη της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια του τελευταίου μακρού αιώνα. Ωστόσο η αναφορά μένει κατά κανόνα έμμεση, με τη διαμεσολάβηση πολλαπλών προσωπείων. Σε αντίθεση η μεταθανάτια συλλογή με διηγήματα γραμμένα πλην ενός μετά το 1988 προβάλλει απροκάλυπτα βιωματική.

Αναμφιβόλως αυτό το τελευταίο βιβλίο του Ν. Μπακόλα είναι και το πιο αυτοβιογραφικό του. Όπως μάλιστα τα διηγήματα έχουν παραταχθεί με βάση την ηλικία του αφηγητή, παρακολουθούμε το ντροπαλό παιδί της δεκαετίας του '30 να γίνεται ο πράος υποσμηνίας του 1948, ο φρόνιμος νεόνυμφος του 1957 και τέλος ένας μάλλον ρομαντικός ώριμος άντρας τη δεκαετία του '80.

Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες. Κατ' αρχήν έξι πεζογραφήματα που είχαν εκδοθεί σε βιβλίο το 1995 με τον ίδιο τίτλο από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Χειρόγραφα. Και μία δεύτερη ενότητα με τέσσερα διηγήματα, δύο παλαιότερα των ταξιδιωτικών, δημοσιευμένα στην ετήσια τότε «Παραφυάδα», και δύο που έπονται γραμμένα τα τελευταία χρόνια κατά παραγγελία. Όπως προϊδεάζει και ο τίτλος, η διάθεση δεν είναι χαρούμενη ούτε στα ταξιδιωτικά ούτε στα υπόλοιπα.

Ταξίδια εκτός Θεσσαλονίκης στα οποία ο αφηγητής δεν πρωτοστατεί. Σε τρία πεζογραφήματα επικρατεί η ανάλαφρη ατμόσφαιρα που αρμόζει σε εκδρομική εξόρμηση, ανεξάρτητα αν ο συγγραφέας αποφασίζει να εστιάσει τη διήγηση σε μια τραυματική γι' αυτόν ανάμνηση. Το πρώτο περιγράφει ένα ξεκαλοκαίριασμα στο χωριό του παππού από την πλευρά του πατέρα, το Μπλάτσι Φλωρίνης, τις σημερινές Οξυές. Για τον εξαετή τότε αφηγητή οι ερωτοτροπίες των μεγάλων αλλά και ο θάνατος παραμένουν μακρινά και λίγο μυστηριώδη συμβάντα. Το δεύτερο, 50 χρόνια αργότερα, το 1981, στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη, όταν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανέβαζε τους «Πέρσες» του Αισχύλου, σκιαγραφεί με χιούμορ τη σοβιετική πραγματικότητα της εποχής. Εν μέσω των λαμπρών σοβιετικών επιτευγμάτων ένα θλιβερό μουσείο, το σπίτι του Ντοστογέφσκι. Το τρίτο αναφέρεται σε ένα ταξίδι στο Μεξικό και αυτό λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Παρ' όλο που το ανοίκειο αυτής της μακρινής χώρας σχεδόν τρομάζει τον αφηγητή, ποιητική η περιγραφή του τοπίου έχει τον οίστρο ενός γνήσιου ταξιδιωτικού.

Υπάρχουν όμως τρία ακόμη ταξίδια που πράγματι πληγώνουν. Ανάμεσα σε αυτά παραδόξως και το γαμήλιο, που ξεκινά με την προετοιμασία μιας παντρειάς φαρμακωμένης από τον θάνατο της γιαγιάς Μυρσίνης, εκείνης της χαρακτηριστικής φιγούρας στη Μεγάλη πλατεία. Η μέλλουσα νύφη, η Ελένη, είναι ανυποχώρητη και δεν σηκώνει αναβολή του γάμου ­ ούτε ο θάνατος ούτε η ασιατική γρίπη την κάμπτουν. Παρά το βαρύ κλίμα, ο αφηγητής φαίνεται μάλλον να διασκεδάζει, αυτοσαρκαζόμενος, τις δυσάρεστες περιπέτειες. Σε αντίθεση, στο επόμενο διήγημα ο αφηγητής δείχνει βαρύθυμος καθώς ανακαλεί ένα ταξίδι στην Αθήνα για την κηδεία μιας αγαπημένης θείας του.

Εντελέστερο διήγημα και αυτής της συλλογής παραμένει το δεύτερο στη σειρά, που καθόλου τυχαία γράφτηκε πρώτο, δίνοντας την ιδέα στον συγγραφέα να συνθέσει και τα υπόλοιπα. Από τα σχετικά λιγοστά διηγήματα που έχουμε με αναφορά στον Εμφύλιο από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού. Οι συνήθεις άγριες συνθήκες του στρατού τον Οκτώβριο του '48 αποκτούν διαφορετική οξύτητα. Δύο υποσμηνίες του Μετεωρολογικού της Αεροπορίας ­ ο αφηγητής και ο αδελφός του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, Παύλος ­ συνοδεύουν σιδερένιες φιάλες υδρογόνου από την Αθήνα στο Λουτράκι και από εκεί διά θαλάσσης στην Πρέβεζα. Το ταξίδι θα συνεχιστεί στην καρότσα ενός τζέιμς ως τα Γιάννενα με τη συνεχή απειλή ενέδρας των «κατσαπλιάδων».

Το πεζογράφημα δεν αναφέρεται σε συμπλοκές και σκοτωμούς, μόνο φωτίζει πλαγίως τους ανθρώπους που βρέθηκαν στα μετόπισθεν εκείνων των «επιχειρήσεων». Ο υποσμηνίας από τον Πύργο της Ηλείας, που υπερηφανεύεται για τον τόπο της καταγωγής του, είναι ο στρατιώτης που θέλοντας και μη βρέθηκε στις μυλόπετρες μιας κρίσιμης αναμέτρησης χωρίς να έχει διαλέξει ιδεολογία, πίστη ή παράταξη. Την αφήγηση απογειώνει μια τελευταία εικόνα: στο πλάτωμα ξεφυτρώνει από το πουθενά ένα καφετί άλογο σε άγριο καλπασμό. Ο Ν. Μπακόλας αρκείται σε αυτό, οπότε θα ήταν παρακινδυνευμένο να του αποδώσουμε συμβολική πρόθεση.

Στη δεύτερη ενότητα τα δύο πρώτα διηγήματα συγγενεύουν με παλαιότερες μυθοπλασίες, ενώ το αφήγημα «Στις αυλές της θάλασσας» παρακολουθεί τη ροή των συνειρμών για να αναδείξει τη γενέτειρα Θεσσαλονίκη τόπο ευλογημένο των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Στο τέταρτο επανέρχονται η αρρώστια και ο θάνατος, αυτή τη φορά ενός φίλου. Στο επίμετρο, ωστόσο, όχι στο τέλος του βιβλίου αλλά ανάμεσα στις δύο ενότητες, παρατίθεται πιθανώς και χάριν πληρότητας ένα ημιτελές πεζό από ένα τελευταίο ταξίδι για λόγους υγείας στο Λονδίνο, τέλη Οκτωβρίου του 1999. Ένα ψυχανέμισμα θανάτου υπερχειλίζον συγκίνησης που πληγώνει τον αναγνώστη.

Μπορεί ο θάνατος στα πεζά, συντομότερα ή εκτενέστερα, του Ν. Μπακόλα να είναι κυρίαρχο μοτίβο, σε ορισμένα διηγήματα όμως αυτής της συλλογής βαραίνει χωρίς την παραμικρή καθησυχαστική νύξη, μόνο κάποιοι σκόρπιοι μεταφυσικοί υπαινιγμοί. Όπως κι αν έχει, τα πεζογραφήματα, καθώς του άρεσε να τα αποκαλεί, αυτής της μεταθανάτιας συλλογής συνιστούν ψηφίδες της μυθολογίας του Ν. Μπακόλα. Πολύτιμες για μελλοντικούς, αποστασιοποιημένους μελετητές.

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ  | Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2001
Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα

ssr7i_6xd0