επιστροφή


Η Καταπάτηση του Νίκου Μπακόλα
και το είδωλο της γραφής

 

 

«Κάποια μέρα που κοιτούσα στον καθρέφτη,

είδα ένα άλλο πρόσωπο,

σαν εκείνου που μας έκανε ανάγνωσμα,

μόνο που διέκρινα ένα μειδίαμα,

ενώ η καρδιά μου, η δική μου, ήταν συνοφρυωμένη»

Νίκος Μπακόλας, Καταπάτηση


Η Καταπάτηση (1990), ένα από τα πιο νεωτερικά κείμενα του Νίκου Μπακόλα, επιχειρεί, όπως έχει ήδη επισημανθεί, «έναν καινούριο πειραματισμό σύνθεσης σε τρία επίπεδα»1, με την παράλληλη χρήση πολλαπλών αφηγητών που διηγούνται τρεις, εκ πρώτης όψεως διαφορετικές ιστορίες. Οι τρεις «κλώνοι» της αφήγησης [μια συνειρμική αφήγηση που συμπεριλαμβάνει τραγικές μνήμες του παρελθόντος και οδυνηρά αδιέξοδα του παρόντος ενός μεσήλικα δημοσιογράφου σε τρίτο πρόσωπο (α΄ μέρος)∙ η διήγηση της καταπάτησης ενός χωραφιού, πατρικής κληρονομιάς του Δημήτρη επίσης σε τρίτο πρόσωπο (που παρεμβάλλεται με πλάγιους χαρακτήρες στις σελίδες της προηγούμενης αφήγησης, β΄ μέρος)∙ η εξιστόρηση του θανάτου της Αντιγόνης από τον νεαρό αδερφό της σε πρώτο πρόσωπο (γ΄ μέρος)] κάποια στιγμή συγκλίνουν στην ταύτιση των τριών ηρώων, δηλαδή, του μεσήλικα δημοσιογράφου, του Δημήτρη, ιδιοκτήτη του χωραφιού, και του αδερφού της Αντιγόνης. Τα τρία είδη αφηγητών που προαναφέραμε αντιστοιχούν σε τρία είδη εστίασης (εσωτερική επί το πλείστον, μηδενική, και ένα μείγμα μηδενικής και εσωτερικής) που συνθέτουν τρία είδη γραφής (νεωτερική με συχνή χρήση της τεχνικής του ελεύθερου πλάγιου λόγου, ‘ρεαλιστική’ με κυριαρχία του διαλόγου, παραδοσιακή με κυριαρχία της ελεγειακής-νοσταλγικής αφήγησης).

Σε αυτήν την πολυεπίπεδη και πρισματική αφήγηση, η οποία σημαδεύεται από το κεντρικό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο του έρωτα και του θανάτου, διατρέχεται από κύκλους μεταμορφώσεων-παραμορφώσεων με φόντο το υγρό στοιχείο στις ποικίλες μορφές του, είναι διάστικτη με χρώματα, οσμές και γεύσεις, όλα υποταγμένα στη συνειρμική μνήμη, την ερημία και τη μοναξιά, και εμφατικά αντιδιαστέλλει το τραγικό παρελθόν και το ανέλπιδο παρόν, μέσα από ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους, επανέρχεται διαρκώς το είδωλο του συγγραφέα και της γραφής. Σε αυτό το τελευταίο σημείο, στην ενασχόληση δηλαδή της γραφής με τον εαυτό της ή με τα περί αυτής, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας.

Το φαινόμενο κατά το οποίο η λογοτεχνία, αντί να απεικονίζει την εξωτερική πραγματικότητα, στρέφεται ‘εις εαυτόν’, γνωστό ως αυτο-αναφορικότητα (self-referentiality)2, έχει προκαλέσει πλήθος γόνιμων συζητήσεων και κριτικών αντιπαραθέσεων. Άλλοι μελετητές το συνδέουν με το ιστορικό ρεύμα και τις αισθητικές και ιδεολογικές αναζητήσεις του Μοντερνισμού (τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα)3, ενώ κάποιοι άλλοι, που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε μετα-μοντέρνα έργα, κάνουν λόγο για μια μακρά παράδοση του φαινομένου, που έχει τις απαρχές της ήδη στις πρώτες εμφανίσεις του λογοτεχνικού είδους του μυθιστορήματος (πχ. Δον Κιχώτης, 1605-1615 και Tristram Shandy, 1760-1767)4.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές μορφές αυτο-αναφορικότητας, την αφηγηματική και τη γλωσσική, δηλαδή την αυτο-συνειδησία του κειμένου ως αφήγηση και ως γλώσσα αντίστοιχα.5 Η αφηγηματική αυτο-αναφορικότητα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σχόλια για τη διαδικασία της γραφής, της ανάγνωσης και εν γένει της πρόσληψής ενός κειμένου, ή ακόμη και αυτο-σχόλια του ίδιου του κειμένου. Η γλωσσική αυτο-αναφορικότητα εντοπίζεται στη θεματοποίηση της σχέσης γλώσσας και πραγματικότητας, που υποδηλώνει την ανεπάρκεια (ή τον διαμεσολαβητικό και αλλοτριωτικό ρόλο) της γλώσσας να μεταφέρει επακριβώς στο χαρτί την ανθρώπινη εμπειρία ή την εξωτερική πραγματικότητα. Μορφή αυτο-αναφορικότητας μπορεί να θεωρηθεί και η τεχνική του εγκιβωτισμού (mise en abyme), το τέχνασμα κατά το οποίο ένα μέρος της αφήγησης παραπέμπει έμμεσα ή άμεσα στο σύνολό της, φωτίζοντάς την ποικιλότροπα, προεκτείνοντας, πολλαπλασιάζοντας, ή ακόμη και αντιστρέφοντας, μορφικά και θεματικά χαρακτηριστικά της.6 Στη συνέχεια θα σταθούμε σε κάποια σημεία της Καταπάτησης, όπου η γραφή ναρκισσιστικά στρέφεται στο είδωλό της.

Εγκιβωτισμός και μετα-αφηγηματικά σχόλια

Το τρίτο μέρος της Καταπάτησης (η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Δημήτρη γύρω από το θάνατο της αδερφής του) περιλαμβάνει μια επιστολή της Πολυτίμης προς τον αφηγητή, στην οποία η αποστολέας εξιστορεί, έπειτα από δέκα χρόνια, τα αίτια του θανάτου της στενής της φίλης. Η επιστολή αποτελεί μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια σμικρογραφία ολόκληρου του πεζογραφήματος που έχουμε στα χέρια μας× τα αυτο-σχόλια της Πολυτίμης (αποστολέα της επιστολής) για το γράμμα της μπορούν να εκληφθούν ως αυτο-σχόλια του συγγραφέα για ολόκληρο το έργο, ενώ τα κατοπινά σχόλια του Δημήτρη (παραλήπτη της επιστολής) για το πώς πρέπει να διαβάσει ο ίδιος της επιστολή, μπορούν να εκληφθούν ως υποδείξεις στον πραγματικό αναγνώστη για το πώς πρέπει να διαβαστεί ολόκληρο το αφήγημα.

Πρώτα πρώτα η γραφή φαίνεται να παρέχει στην Πολυτίμη τη δυνατότητα της διόρθωσης, της αναίρεσης ή του ραφιναρίσματος της αλήθειας που πρόκειται να του αποκαλύψει, στοιχεία που στερείται ο προφορικός λόγος. Επιπλέον, προχωρώντας στην αφήγησή της, η Πολυτίμη επισημαίνει ότι, ενώ έχει ήδη γράψει πολλές σελίδες, αποφεύγει να γράψει το κλειδί της ιστορίας της Αντιγόνης, διότι «κάτι υπόγειο και ανεξέλεγκτο μέσα της την κάνει να αναβάλλει και να καθυστερεί το πιο κρίσιμο σημείο της αφήγησης». Αντί αυτού η διήγησή της περιπλανιέται σε λεπτομέρειες και υφολογικά σχόλια, παρατείνοντας την περιέργεια αλλά και την αγωνία του Δημήτρη, μέχρι τις τελευταίες σελίδες της μακράς επιστολής της.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο αφηγητής του πεζογραφήματος που διαβάζουμε, αφενός μεν επιδιώκει (ή εξ αιτίας της φύσης του γραπτού λόγου αναγκάζεται να κάνει) ένα ραφινάρισμα της αλήθειας των όσων μας διηγείται, αφετέρου δε με διάφορες τεχνικές συνεχώς αναβάλλει την αποκάλυψη καίριων σημείων της δικής του αφήγησης. Μέχρι τα τελευταία κεφάλαια του πεζογραφήματος οι βασικοί άξονες της πλοκής παραμένουν μετέωροι (τα αίτια του αιφνίδιου θανάτου της Αντιγόνης, η έκβαση της δίκης για το κτήμα του Δημήτρη, τα ποικίλα αδιέξοδα του δημοσιογράφου). Ο συγγραφέας φαίνεται να εξαντλεί την υπομονή του πραγματικού αναγνώστη, εντείνοντας την αγωνία και την περιέργειά του.

Μετά την ανάγνωση της επιστολής, ο Δημήτρης υπογραμμίζει ότι πρόκειται για ένα «σχεδόν άμεμπτο κείμενο», που αναθεωρήθηκε και κρίθηκε επιμελώς, μέχρι να φτάσει στο τελικό, επιθυμητό αποτέλεσμα. Ωστόσο, έπειτα από μια δεύτερη ανάγνωση, διαπιστώνει με έκπληξη πως «ορισμένες λέξεις τις είχε διαβάσει λαθεμένα». Η νέα ανάγνωση ισοδυναμεί με μια νέα ερμηνεία των γεγονότων, καθώς τα βλέπει μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα και αποκομίζει από αυτά μιαν «αλλιώτικη γεύση».

Κατά τον ίδιο τρόπο η Καταπάτηση είναι ένα πολυεπίπεδο κείμενο, που σε μια πρώτη ανάγνωση αφήνει συχνά μετέωρες τις αναγνωστικές προσδοκίες× λέξεις, φράσεις, καταστάσεις και γεγονότα, που παραμένουν αρχικά ανερμήνευτα, χρειάζονται περισσότερες από μία αναγνώσεις προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν, οπότε νέο φως πέφτει στα σκοτεινά σημεία του κειμένου και ασήμαντες λεπτομέρειες αποκαλύπτουν σταλιά σταλιά τις αλήθειες και τα αδιέξοδα των ηρώων.

Εγκιβωτισμός και μετα-γλωσσικά σχόλια

Άλλο σημείο όπου η γραφή καθρεφτίζει εαυτήν είναι η παρουσία πολλαπλών αφηγητών και αφηγηματικών επιπέδων –πέραν της προφανούς τριμερούς σύνθεσης του κειμένου– που λειτουργούν ως πολλαπλά είδωλα του συγγραφέα.

Καταρχήν μέσα από την επιστολή της Πολυτίμης, διακρίνεται «διάφανη» και «αραχνοΰφαντη» η προφορική αφήγηση της Αντιγόνης (πρώτο αφηγηματικό επίπεδο), που αποκαλύπτει στη στενή της φίλη τα μυστικά της και τις προθέσεις της, γύρω από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής της («όλα τα ήξερα μονάχα από τις αφηγήσεις της Αντιγόνης, κάποτε από το ύφος της, από τα τρυφερά της βλέμματα»). Η Αντιγόνη λοιπόν, μέσα πάντα από τη διαμεσολαβημένη αφήγηση της Πολυτίμης, παρουσιάζεται ως ο δημιουργός, σκηνοθέτης και ‘συγγραφέας’ της ιστορίας της, μιας ιστορίας που γράφτηκε όχι με πένα αλλά με έργα και σφραγίστηκε με το αίμα της («η Αντιγόνη επιδίωξε το θάνατό της με πάθος», «τον σχεδίασε με ψυχραιμία και λογική», «η Αντιγόνη τα ήξερε, τα περίμενε –αν δεν τα ετοίμαζε κιόλας– ότι δηλαδή θα ήταν η ηρωίδα της βουβής της τραγωδίας, κάτι που μπορεί να τη γοήτευε αφάνταστα»).

Δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο συνιστά η γραπτή αφήγηση της Πολυτίμης (η επιστολή της Πολυτίμης προς τον Δημήτρη), που εμπεριέχει την προφορική αφήγηση της Αντιγόνης, με προσθήκη δικών της σχολίων και κρίσεων. Ο Δημήτρης, παραλήπτης της επιστολής, θεωρεί ότι η Πολυτίμη συνέθεσε ουσιαστικά ένα καλογραμμένο «αφήγημα», επηρεασμένη από τις δικές του συγγραφικές ενασχολήσεις και βρισκόμενη «γενικά υπό τον αστερισμό της λογοτεχνίας».

Τρίτο αφηγηματικό επίπεδο συνιστά η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Δημήτρη (το γ΄ μέρος της Καταπάτησης), στην οποία ενσωματώνεται η επιστολή της Πολυτίμης και τα συνακόλουθα σχόλια και κρίσεις του γι αυτήν. Πρόκειται για ένα κείμενο με «ενσυνείδητες λογοτεχνικές αξιώσεις» μολονότι ο συγγραφέας του διατηρεί «πολλές αμφιβολίες ως προς την σκοπιμότητα της δημοσίευσής του», σκεπτόμενος «ποιον μπορεί να συμφέρει σήμερα η αποκάλυψη μιας οικογενειακής τραγωδίας».7 Ο Δημήτρης, κεντρικός ήρωας του πεζογραφήματος, με τη διπλή ιδιότητα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, είναι μια προφανής προβολή του συγγραφέα Μπακόλα μέσα στο κείμενο.

Τέλος, σε ολόκληρο το κείμενο της Καταπάτησης επανέρχεται συχνά η μορφή ενός ασπρομάλλη συγγραφέα που έκανε «ανάγνωσμα» τις ζωές των κεντρικών ηρώων, άλλη μια σαφής (αυτο)αναφορά στον πραγματικό συγγραφέα Μπακόλα και στο προηγούμενο έργο του Η μεγάλη πλατεία, του οποίου συνέχεια αποτελεί η Καταπάτηση.8

Αν στα παραπάνω αφηγηματικά επίπεδα προσθέσουμε τους αφηγητές του α΄ και β΄ μέρους της Καταπάτησης έχουμε μπροστά μας ένα σύνθετο πλέγμα αυτο-αναφορικότητας και διακειμενικότητας, ένα κινέζικο κουτί διαδοχικών εγκιβωτισμών, όπου ο ένας αφηγητής δίνει την σκυτάλη στον άλλον, όπου δεν είναι πάντα σαφές τι ανήκει σε ποιον, ποιος μιλά, ποιος βλέπει και ποιος σκέφτεται, σταθερά όμως επανέρχεται το είδωλο της γραφής, μέσα από ποικίλες παραλλαγές και απεικονίσεις.9 Και μέσα από αυτά τα εναλλασσόμενα αφηγηματικά πρόσωπα και προσωπεία διαφαίνεται ο προβληματισμός πάνω σε δύο ζητήματα: α) τη λειτουργία της γραφής σε σχέση με το δημιουργό της και το αναγνωστικό κοινό και β) τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας, ή τη μεταμόρφωση της ζωής σε «ανάγνωσμα».

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, η γραφή (ή η συγγραφή) φαίνεται να λειτουργεί για τον Δημήτρη με τρόπο διττό, παράδοξο και αντιφατικό, καθώς υποδηλώνεται μια σχέση ταύτισής του με τον ασπρομάλλη συγγραφέα (την κατεξοχήν συγγραφική φιγούρα μέσα στο έργο) και ταυτόχρονης αποστασιοποίησής του από αυτόν. Από τη μια πλευρά η γραφή αποτελεί για τον Δημήτρη συνέχεια της πορείας του πατέρα του, αλλά και καταφύγιο και διέξοδο («όσο για το γιο, είχε τη δική του μέθοδο επιβίωσης, χρώματα και λάμψεις που με τον καιρό ξεθόλωναν, δυνάμωναν, τον ωθούσαν ν’ αποπειραθεί κι άλλα γραφτά») ή ακόμα «όπλο» και «άλλοθι». Οι ιδιομορφίες και ευαισθησίες του χαρακτήρα του προσιδιάζουν στην ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη-συγγραφέα, ενώ ο ίδιος συχνά, όταν πλησιάζει τον καθρέφτη, παρουσιάζεται να «μεταμορφώνεται» στον ασπρομάλλη συγγραφέα που προαναφέραμε. Από την άλλη πλευρά προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί πλήρως από το πρόσωπο του συγγραφέα (αποκαλεί τον ασπρομάλλη γέροντα «τρελό»), μια και έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα, ενώ σπεύδει να δηλώσει ότι η ομοιότητα μαζί του δεν είναι παρά «πλαστοπροσωπία», για να καταλήξει αργότερα στην εκδοχή της «πολυπροσωπίας». Λες και η εικόνα του συγγραφέα και η σκιά της γραφής τον καταδιώκουν άθελά του, στοιχειώνοντάς τον, κι αυτός άλλοτε συμφιλιώνεται μαζί τους, κι άλλοτε τις αποστρέφεται μετά βδελυγμίας, βιώνοντας μία βασανιστική σχέση αγάπης και μίσους κι έναν οδυνηρό διχασμό προσωπικότητας.

Εκτός κι αν αυτή η απόρριψη του προσώπου του συγγραφέα (που υπάρχει πλάι στην εξομοίωση και την ταύτιση μαζί του) αφορά το κοινωνικό στερεότυπο του συγγραφέα και μάλιστα στις πιο αρνητικές εκφάνσεις του: α) την κατά ‘κοινή ομολογία’ έλλειψη της επαφής του συγγραφέα με την πραγματικότητα («του’ χει στρίψει πια ολότελα»)∙ β) την αλαζονεία να προβάλει στο έργο του κατά βάση τον εαυτό του («θα πρέπει να εξομολογηθώ πως με αρρωσταίνει αυτή η πλημμυρίδα των βιβλίων και των άρθρων με τις προσωπικές μαρτυρίες διαφόρων, από τα χρόνια του πολέμου, και πιο πολύ της κατοχής και της αντίστασης… Και αυτό όχι κυρίως γιατί δεν έχουν την αξία τους, μα γιατί υποπτεύομαι […] πως εκείνοι που τα γράφουν νοιάζονται σε σημαντικό βαθμό για την προβολή τους»)∙ γ) την υποτιθέμενη αποκάλυψη εκ μέρους του της αλήθειας και την συνακόλουθη διακύβευσή της ή την παρουσίαση της δικής του προσωπικής αλήθειας («νοιάζονται [...] να εξωραΐσουν κάποιες σκοτεινές στιγμές»)∙ δ) τον συμβιβασμό με τις διαθέσεις και απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού («οι άλλοι, οι αναγνώστες, κάνουν μια βουτιά δίχως κινδύνους κι ικανοποιούν μια περιέργεια το πιο πολύ, μια ανομολόγητη δίψα τους να πληροφορηθούν») ή τις επικρίσεις της συζύγου «τι θα θα κερδίσεις μ’ όλ’ αυτά που γράφεις, ακόμη κι αν πετύχουνε, αν κρίνουνε πως έγραψες αριστουργήματα;»).

Το δεύτερο ζήτημα που επανέρχεται συχνότατα στο έργο είναι η μεταμόρφωση της πραγματικότητας σε βιβλίο, η μετάλλαξη της ζωής σε τέχνη, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες. Συχνά ο Δημήτρης σχολιάζει ειρωνικά και με ενδόμυχη θλίψη «γίναμε ανάγνωσμα», ενώ μάλλον υποτιμητικά χαρακτηρίζει την επιστολή της Πολυξένης «δραματική νουβέλα» και «σκέτο ανάγνωσμα», «καμένα φύλλα», πλάι στα «καμένα σπλάχνα» του ιδίου. Ο ίδιος, μάλιστα, διστάζει να δημοσιεύσει τα γραπτά του διότι «ό,τι και να καταγράψω θα’ ναι αναπόφευκτα λειψό και παράλογο ή τουλάχιστον χωρίς ενδιαφέρον». Και τελικά, «τι συμφέρει ποιον;».

Ο προβληματισμός που υπονοείται σε φράσεις όπως οι παραπάνω θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη διάσταση της γραφής από την αλήθεια και τη ζωή. Μέσω της γραφής, η φλεγόμενη εμπειρία μεταμορφώνεται σε ψυχρή διήγηση λόγων, η αλήθεια παραμορφώνεται σε χάρτινο ψέμα, η τραγωδία εκπίπτει σε παραμύθι και η πάλλουσα ζωή φθίνει σε έναν ασπρόμαυρο, χάρτινο θάνατο. Σε κάποιο σημείο μάλιστα αναφέρεται πως οι δράκοι έφυγαν από τα παραμύθια και ήρθαν και μετοίκησαν στις πόλεις, «ενδεχομένως πίσω απ’ τα γράμματα κάποιου βιβλίου, στα άδυτα μιας άσπρης-μαύρης ζούγκλας, όπου τα τέρατα ή τα σημεία θα ενεδρεύαν».

Η ανάδειξη του καλλιτέχνη ως λογοτεχνικού ήρωα γενικεύτηκε και καθιερώθηκε στα κείμενα του Μοντερνισμού, ενώ το θεωρητικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τις δυνατότητές της απασχόλησε πολλούς Μοντερνιστές συγγραφείς και εκφράστηκε ποικιλοτρόπως στο λογοτεχνικό τους έργο. Ο Νίκος Μπακόλας συνεχίζοντας τους πειραματισμούς του με τη νεωτερική γραφή την οδηγεί σε υψηλό σημείο πλούτου και συνθετότητας, σταθερά εστιάζοντας στην απεικόνιση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων του, αξιοποιώντας τις τεχνικές του ελεύθερου πλάγιου λόγου και της συνειρμικής αφήγησης και δημιουργώντας έναν πυκνοϋφασμένο αφηγηματικό ιστό, που συχνά στρέφεται εις εαυτόν. Ωστόσο, το ατομικό και το συλλογικό εξακολουθούν να αλληλοσυμπληρώνονται, όπως και σε προηγούμενα έργα του, οι συνειδήσεις των ηρώων του διαλέγονται σταθερά με τον έξω κόσμο, καθώς οι προσωπικές τους τραγικές ιστορίες τέμνονται με κρίσιμα σταυροδρόμια της Ιστορίας.

Βασανιστικό παραμένει μέχρι τέλος το ερώτημα: και τώρα «τι μένει;», καθώς ο ήρωας-αφηγητής αδυνατεί να αντλήσει πνευματική και ηθική στήριξη από τις ιδέες και τις αξίες του παρελθόντος ή του παρόντος.

Απομένουν δύο χαραμάδες διαφυγής: ο έρωτας και η γραφή. Ωστόσο οι ποταμοί του έρωτα καταλήγουν πάντα στην Αχερουσία, ενώ η γραφή, ανακυκλούμενη μνήμη, ορχούμενη δια των συνειρμών, εμπειρία μεταλλαγμένη, και αλλοιωμένη (μη) ζωή, εξακολουθεί να μετεωρίζεται εις «αναζήτηση του χαμένου χόρτου»10 και της «ιριδίζουσας χλόης», ενώ παραμένει ζωτική η ανάγκη ενός «όμβρου», που θα φέρει την «κάθαρση». Η αύρα της «ευδίας» –λέξη που επανέρχεται συχνά μέσα στο κείμενο– αφήνει μια υπόσχεση ανθρωπιάς και ελπίδας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ν. Μπακόλας, Καταπάτηση. Τραγωδία των νεότερων κλώνων, Αθήνα, Κέρδος 1990∙ βλ. οπισθόφυλλο.

  2. Για το φαινόμενο αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλοι όροι όπως αυτο-συνειδησία, ναρκισσισμός, μετα-μυθιστόρημα, κλπ.

  3. Βλ για παράδειγμα M. Bradbury & J. Fletcher “The introverted novel”, στο M. Bradbury & J. McFarlane (eds), Modernism: A Guide to European Literature 1890-1930, Harmondsworth, Penguin, 1991 και R. Stevenson, Modernist Fiction: An Introduction, New York – London, Harvester Wheatsheaf, 1992.

  4. Βλ. για παράδειγμα R. Alter, Partial Magic: The Novel as a Self-Conscious Genre, Berkeley and Los Angeles, University of California Press, 1975∙ L. Hutcheon, Narcissistic Narrative: The Metafictional Paradox, New York and London, Methuen, 1984∙ P. Waugh, Metafiction: The Theory and Practice of the of Self-Conscious Fiction, London, Routledge, 1984.

  5. Η παραπάνω διάκριση στηρίζεται στην τυπολογία της Linda Hutcheon, η οποία μιλά ακριβέστερα για αφηγηματικό και γλωσσικό ναρκισσισμό (diegetic & linguistic narcissism) που κατόπιν υποδιαιρεί σε έμμεσο και άμεσο.

  6. Το θέμα του εγκιβωτισμού (mise en abyme) εξετάζεται λεπτομερώς στο βιβλίο του L. Dallenbach, The Mirror in the Text (transl. by J. Whiteley with E. Hughes), Cambridge, Polity in association with Blackwell, 1989.

  7. Σ. Τσακνιάς, «Νίκος Μπακόλας, Καταπάτηση, Μυθιστόρημα, Κέδρος 1990», Η Λέξη, 102, 1991.

  8. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου θεωρεί τις αναφορές στο συγγραφέα της Μεγάλης πλατείας εύρημα «περιττό», εφόσον υπονομεύουν την υποβλητική ατμόσφαιρα της Καταπάτησης. Βλ. Β. Χατζηβασιλείου, «Η χαρά στον άλλο δρόμο», Εντευκτήριο, 14, 1991.

  9. Ο Π. Πίστας επεσήμανε ότι στον Κήπο των Πριγκίπων, παρά τη «φαινομενική πολυφωνία διακρίνει κανείς συχνά την παρουσία μιας κυρίαρχης ατομικής φωνής» («Νίκος Μπακόλας: Παρουσίαση - Ανθολόγηση», Η μεταπολεμική πεζογραφία, Αθήνα, Σοκόλης, 1989, σ. 63). Κάτι ανάλογο μπορούμε να διαπιστώσουμε και στην Καταπάτηση, όπου παρά το πλήθος των αφηγηματικών φωνών και την ποικιλία των οπτικών γωνιών, ο λόγος εν τέλει παραμένει μονοφωνικός, επικεντρωμένος στην τραγική κοσμοαντίληψη του κεντρικού ήρωα-αφηγητή.

  10. Ανάλογες αναφορές στο κείμενο της Καταπάτησης –αλλού διαβάζουμε «υπερίπτανται ιστορίες χαμένου χρόνου»– σε συνδυασμό με την συνεχή σύνδεση της συνειρμικής μνήμης με τις αισθήσεις (όσφρηση, γεύση, ακοή) ανακαλούν το έργο του Marcel Proust Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.

Φιλοθέη Κολίτση
Θεσσαλονίκη 2004

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τ.67, Δεκ 2004 

Η Φιλοθέη Κολίτση είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο ίδιο Τμήμα έχει εκπονήσει τη μεταπτυχιακή της εργασία «Καχτίτσης και Αναγνώστης» (1993). Έχει εκπονήσει τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge της Αγγλίας με θέμα “Tradition and Modernity in Greek Prose Fiction of the 1920s” (1998). Από το 2001 έως το 2009 δίδασκε ως Ειδικός Επιστήμονας Νεοελληνική Λογοτεχνία και Θεωρία Λογοτεχνίας και Δράματος στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ.

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα

bejmemk5w7