|
Από τα πολύβουα καφέ της παραλίας, όπου ο κόσμος συνωστίζεται ιδίως τα απογεύματα, βλέπει κανείς τα ωραιότερα δειλινά της πόλης. Μερικά ήταν σημαδιακά, άλλα απλώς όμορφα. Ένα από τα καφέ της παραλίας είχε γίνει αναγκαστικά το στέκι. Είχε λιγότερη φασαρία από όλα τα άλλα όπου ήταν αδύνατο να κουβεντιάσεις, λιγότερο κόσμο, συνήθως ζευγάρια που αποζητούσαν την απομόνωση και συνταξιούχους που συζητούσαν παρέες παρέες ήρεμα. Αν ήταν άνοιξη καθόμασταν έξω, κάτω από το υπόστεγο, και αν ήταν καλοκαίρι στον κήπο. Ήταν όμορφα έξω, είχε λουλούδια, ένα μικρό σιντριβάνι και δυο τεράστιους φοίνικες. Πολλές φορές, ή μυρωδιά των νυχτολούλουδων μπερδευόταν με τη βαριά μυρωδιά της θάλασσας. Ο Ν. Μπακόλας μας έλεγε για τα σπίτια της παραλίας όπου τα παιδιά βουτούσαν από τις αυλές κατευθείαν στη θάλασσα για κολύμπι τότε που τα νερά ήταν πεντακάθαρα, για τις όμορφες βίλες της εξοχής της Θεσσαλονίκης και το πρόσωπο του γλύκαινε. Μαζευόμαστε γύρω στις εννιά. Ο Ν. Μπακόλας πάντα ακριβής στην ώρα του. Οι άλλοι με κάποια καθυστέρηση ανάλογα με την κίνηση στο δρόμο ή με τις δουλειές που είχε ο καθένας. Κάποιο βράδυ, όπως είχα φτάσει νωρίς, κατηφορίζοντας από την πάνω πόλη, τον είδα να βγαίνει από το στενό και να φτάνει πρώτος πάλι. Ήταν ακόμα χειμώνας και μπήκαμε μέσα. Κρέμασε το γκρίζο παλτό του και το γκρίζο καπέλο, αναστατώνοντας λίγο τα λευκά μαλλιά του και καθίσαμε περιμένοντας τους άλλους της παρέας. Ήθελε να μου δείξει και να σχολιάσει κάποιο άρθρο στην εφημερίδα και όπως την άπλωσε έπιασε όλο το τραπέζι. Έσκυψα να ακούσω καλύτερα τί μου έλεγε και ένιωσα να μοσχοβολάει διακριτικά. Ο νεαρός που ήρθε να πάρει την παραγγελία διέκοψε ευγενικά: «παρακαλώ δεν επιτρέπονται εφημερίδες εδώ μέσα» και στην έκπληξη μας επανέλαβε δύο φορές... «εκ της διευθύνσεως», και εμείς δεν μαζεύαμε την εφημερίδα και μας το είπε για τρίτη φορά. Κοιταχτήκαμε με τον Ν. Μπακόλα, τα μαύρα μάτια του άστραφταν. Δεν είπε τίποτα, ο νεαρός απομακρύνθηκε αμήχανα στο βάθος για άλλη παραγγελία. «Να φύγουμε», είπα, «και να μην ξαναγυρίσουμε»· «ναι» απάντησε και τίποτα άλλο. Ήταν σκεφτικός. Πώς μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του ήταν μυστήριο. Κάτι γλυκανάλατα τραγούδια ακούγονταν από τα ηχεία και η όλη σκηνή θύμιζε εποχή χούντας. Στο μεταξύ ήρθαν και οι άλλοι και κατάπληκτοι άκουσαν τα όσα είχαν προηγηθεί. τάξαμε για άλλο χώρο εκεί γύρω για να βολεύει τον Ν. Μπακόλα να είναι κοντά στο σπίτι του, αλλά και να έχει ησυχία για να κουβεντιάζουμε. Στάθηκε αδύνατο. Ένας ευγενικός νεαρός μας υποδέχτηκε με ένα σκουλαρίκι στο αυτί και ξυρισμένο κεφάλι, σε ένα κοντινό καφέ, αλλά είπαμε πώς φεύγουμε γιατί τα καθίσματα δεν ήταν αναπαυτικά. Ποτέ δεν τον άκουσα να κατηγορεί κανέναν. Σκεφτόμουν πόσο συγκρατημένος ήταν, πόσο διαφορετικός, πόσο αυτό που λέμε κιμπάρης. Τα λόγια του μετρημένα, η συμπεριφορά του αξιοπρεπής. Ένας περήφανος άνθρωπος που δεν αναλωνόταν σε μικροκαυγάδες και άσχετες συζητήσεις. Στο μεταξύ ξέσπασε ή κρίση στη Γιουγκοσλαβία. Εκείνη τη μέρα ήμασταν όλοι ανήσυχοι. Ρωτήσαμε τον σερβιτόρο τί άκουσε στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση και εκείνος με ύφος αδιάφορο μας ανήγγειλε πώς άρχισε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Μόλις μας είχε φέρει τα γλυκά και τους χυμούς. Τα χέρια μας έμειναν μετέωρα. Κανείς δεν μίλησε. Κοίταζα τα τρεμάμενα χέρια του Ν. Μπακόλα. Ύστερα το βλέμμα μου έπεσε στις πάστες που ήταν όλες σοκολατίνες και με τα δυο σοκολατένια πουράκια που είχαν στα πλάγια έμοιαζαν με μικρά κανόνια. Εγώ τις έβλεπα έτσι ή είχαν πράγματι αυτό το σχήμα; Κανείς δεν τις άγγιξε. Ο Ν. Μπακόλας έσπασε τη σιωπή με μια βρισιά. Ήταν ή πρώτη φορά που τον άκουσα να ξεσπά και ήταν το βρίσιμό του για τον πόλεμο. Αποφασίσαμε να συντάξουμε ένα κείμενο ως αντιπολεμική διαμαρτυρία στις εφημερίδες, και ο ίδιος επέμενε να πάμε όλοι μαζί σε όλες τις εφημερίδες. Αργά αργά με τρεμάμενα χέρια προχωρούσε κρατώντας τα χαρτιά· ήταν σαν μια ιεροτελεστία. Πέρασε καιρός και αρρώστησε σοβαρά. Την τελευταία φορά που τον είδαμε ήταν κατακίτρινος. Τα μάτια του όμως ήταν ακόμα λαμπερά. Ξαφνικά χειροτέρεψε. Η φωνή του από το τηλέφωνο λυπημένη, κοφτή, ήξερε, δεν μπορούσε να ξεγελαστεί. Τον είχα ρωτήσει πώς πήγαινε ή μετάφραση που ετοίμαζε (Sartoris του Φώκνερ) και μου απάντησε πώς τελείωσε αλλά πώς ήθελε να την ξανακοιτάξει: [...] Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά. Αν εμείς οι έγχρωμοι είμαστε αρκετά καλοί για να σώσουμε τη Γαλλία από τους Γερμανούς, τότε είμαστε και αρκετά καλοί για να έχουμε τα ίδια δικαιώματα με τους Γερμανούς. Οι Γάλλοι έχουνε αυτή τη γνώμη πάντως, κι αν η Αμερική δε συμφωνεί υπάρχουνε τρόποι για να το μάθει [...]. Πέρασα μετά από καιρό έξω από το ίδιο καφέ της παραλίας, να περπατήσω προς τη θάλασσα. Το στέκι ρημαγμένο. Το ισόγειο γκρεμισμένο, ο κήπος κατεστραμμένος, ξηλωμένο το σιντριβάνι, όλα ισοπεδωμένα, το χώμα του κήπου ανασκαμμένο, ούτε ίχνος λουλουδιών και τα δυνατά, τα τεράστια φοινικόδενδρα, ξάπλωναν ξεριζωμένα στο χώμα. Σαν να είχε περάσει ανεμοστρόβιλος και είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του. * * *
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τ.1823,
2009 Ο τίτλος είναι φράση του Ουίλλιαμ Φώκνερ (Sartoris). (Μ. Κ.) |