επιστροφή


Νίκος Μπακόλας: μια προσωπική μαρτυρία

για τον άνθρωπο και τον φίλο

 


Μαρία   Καραγιάννη

Ο Νίκος Μπακόλας, την εποχή που τον γνώρισα, έβγαζε τα Φοιτητικά Γράμματα, και μερικοί φοιτητές και φοιτήτριες παίρναμε μέρος στις συγκεντρώσεις που γίνονταν σε ένα μικρό υπόγειο της οδού Μακεδονικής Αμύνης, δημοσιευόταν που και που κάτι δικό μας στο περιοδικό, κείμενο ή και σχέδιο, πεζό ή ποίημα, και αισθανόμασταν ότι παίρναμε μέρος σε κάτι το ιδιαίτερο και τονωνόταν έτσι, λιγάκι, ή αυτοπεποίθηση μας. Ο Νίκος, βέβαια, ήταν ο αρχισυντάκτης και τον ακούγαμε όλοι, πολύ προσεκτικά.

            Ψηλός, σοβαρός και νηφάλιος, με κάπως αδρά τα χαρακτηριστικά του προ­σώπου, μιλούσε άνετα για πράγματα που εμείς ακούγαμε για πρώτη φορά, μας άνοιγε για πρώτη φορά κάποιος, με πειστικό τρόπο, καινούργιους ορίζοντες, ερέθιζε την περιέργεια μας θετικά, μας έδινε τη δυνατότητα να εκφραστούμε, τόσο καλλιτεχνικά όσο και λογοτεχνικά, με πρωτόλεια βέβαια, αλλά και με κείμενα που εξέφραζαν κάποια έστω ανολοκλήρωτη άποψη, μέσα από ένα περιοδικό καθαρά φοιτητικό, δικό μας. Μιλώ βέβαια για κάτι που συνέβαινε γύρω στα 1955-1957, αν θυμάμαι καλά.

            Στη συνέχεια, οι τυχαίες ή μη – στο δρόμο, στα βιβλιοπωλεία, στις εκθέ­σεις ζωγραφικής ή σε διάφορες συντροφιές-συναντήσεις μας, δεν διακόπησαν ποτέ, όπως και ποτέ δεν προέκυψε καμία δυσαρέσκεια μεταξύ μας. Ήταν μια φιλία που καθοριζόταν από γνήσιο μεταξύ μας διάλογο, από αμοιβαία εμπι­στοσύνη και εκτίμηση.

            Χαίρομαι σήμερα που ένας άνθρωπος με αναμφισβήτητη ποιότητα, ένας σημαντικός συγγραφέας των ελληνικών γραμμάτων με απεριόριστες δυνατότητες σε διάφορους τομείς, στάθηκε για μένα ένας ιδιαίτερα διακριτικός και καλός φίλος.

            Ο Νίκος το λόγο του τον εξέφραζε αβίαστα και ποτέ αντιφατικά ή λοξο­δρομώντας, σαν να τα είχε όλα σκεφτεί πολύ πριν και είχε καταλήξει οριστικά στην άποψή του. Σαν να τον είχε δουλέψει βαθιά μέσα του, συγκεντρωμένος και απερί­σπα­στος. Μου έδινε την εντύπωση πώς και στο δρόμο το έκανε αυτό. Περπατούσε αργά, με μεγάλα βήματα, με το κεφάλι ψηλά, διέκρινες ότι πάντα κάτι σκεφτόταν, με το βλέμμα σαν να διαπερνούσε το πλήθος δίχως να το κοιτάζει. Αισθανόσουν πώς χρησιμοποιούσε θετικά το χρόνο που του δόθηκε, ακόμα και περπατώντας σε κεντρικούς δρόμους με τόσους θορύβους, ανάμεσα σε περαστικούς που σπρώχνονταν και τόσα αυτοκίνητα δίπλα του τρέχοντας και δημιουργώντας κάτι σαν πανικό.

            Νομίζω πώς ή ιδιοσυγκρασία του ήταν κυρίως μοναχική, κατά περίεργο όμως τρόπο του επέτρεπε να ασχολείται και με τα κοινά, να συντηρεί και να τροφοδοτεί δύο σύγχρονες επαφές, και τις δύο υπεύθυνα και αποτελεσματικά. Μία ιδιαίτερα στενή, με τον εσωτερικό του κόσμο, που εμπλούτιζε και ανανέωνε ευεργετικά ό,τι δεχόταν από έξω, και μία με την εξωτερική πραγματικότητα αλλά και την καθημερινότητα, σαν υγιές ερέθισμα και επαφή που σε κρατάει σε μια κατάσταση ισορροπίας, βασική προϋπόθεση, ή τελευταία, επιβίωσης, αλλά και επικοινωνίας με τον άλλο και τα πράγματα.

            Πολλές φορές έδινε σε αυτόν τον άλλο την αίσθηση ότι τον κρατάει σε απόσταση, αλλά όχι, δεν συνέβαινε αυτό, μπορεί να επιθυμούσε τα βήματα για μια πιο κοντινή και ουσιαστική συνάντηση να γίνονται συγχρόνως και από τις δύο πλευρές ή να τον παρακινούσε οτιδήποτε άλλο, που δεν μπορώ να ξέρω, αυτό όμως που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι ή έπαρση σαν αίσθημα και στάση ζωής, του ήταν άγνωστη, γιατί, αν τον γνώριζες κάπως βαθύτερα, έβλεπες ότι τον χαρακτήριζε μια έμφυτη σεμνότητα.

            Αυτό που επίσης τον χαρακτήριζε ήταν το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον άλλο, βοηθούσε όποτε μπορούσε, πολύ διακριτικά, αναφερόταν σε κάποιες λύσεις που θα ήταν δυνατόν να δώσει στο πρόβλημα σου — του ανοιγόσουν γιατί σου ενέπνεε εμπι­στοσύνη ή σοβαρότητα του αλλά και ή καθ' όλα αψεγάδιαστη στάση του.

            Θα αναφερθώ εδώ σε δύο περιστατικά που δείχνουν πόσο γενναιόδωρα και δίχως ταλαντεύσεις, ο Νίκος Μπακόλας προχωρούσε από το λόγο στην πράξη — διαπίστωσα, με έκπληξη σχεδόν, ότι την είχε έτοιμη την πράξη μέσα του, πώς ήταν ήδη έτοιμος να πραγματοποιήσει αυτό που σου πρότεινε, σαν δηλαδή λόγος και πράξη σε αυτόν να ταυτίζονταν.

            Μου τηλεφώνησε μια μέρα — ήταν τότε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος — μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα: «Μαριέττα, θα ανεβάσουμε στην παιδική σκηνή τα Κόκκινα παπούτσια. Θέλεις να κάνεις τα σκηνικά και τα κοστούμια;»   Έμεινα άναυδη και μετά κατόρθωσα να πω: «Μα τί ξέρω  εγώ από  θέατρο;».  Μου απάντησε  πολύ  αποφασιστικά:   «Πάντα  και για  όλα  υπάρχει  μια πρώτη  φορά.  Σε αφήνω να το σκεφτείς  μια εβδομάδα.  Περιμένω τηλεφώνημα σου. Γειά.»

            Λιγόλογος, αποφασιστικός, κατάλαβα ότι παρά τις αντιρρήσεις μου, ή πρόταση ήταν ωστόσο οριστική, θα ίσχυε επί μία μόνο εβδομάδα όπως είπε. Θα έμπαινα, λοιπόν, ή δεν θα έμπαινα στο χορό; Έπρεπε και εγώ να σκεφτώ υπεύθυνα, αποφασιστικά, Ο Νίκος δεν αστειευόταν, αλλά πώς με εμπιστευόταν έτσι; Με τιμούσε βέβαια ή πρόταση του, ήταν κάτι που με γοήτευε σχεδόν, με συνέπαιρνε τις πρώτες τέσσερεις ή πέντε ήμερες εκείνης της εβδομάδας. Συγχρόνως όμως με τρόμαζε κιόλας. 'Έμοιαζε σαν να επρόκειτο να αποφασίσω για ένα salto mortale. Να το τολμήσω ή όχι; Τελικά είπα το μεγάλο ναι, και όλα πήγαν καλά. Τον ευγνωμονώ πάντα που μου έδειξε τόση εμπιστοσύνη.

            Για σκέψου, να κάνεις τίποτε αηδίες, έλεγα στον εαυτό μου, και να εκθέσεις τον φίλο σου, να απογοητευθεί το κοινό και να αποχωρούν ένας ένας οι θεατές εκνευρισμένοι για τα λεφτά και το χρόνο που έχασαν.

            Έπειτα το θέατρο είναι κρατικό, θα ξοδευτούν επομένως χρήματα του κράτους, για σκέψου να προσάψουν στον Νίκο ότι επιλέγει ανίδεους συνεργάτες («συντελεστές της παράστασης», τους λένε στο θέατρο) και ότι ως διευθυντής είναι τελείως ανεύθυνος.

            Η φαντασία μου φούντωνε, είχε εξουδετερώσει κάθε δυνατότητα λογικής συμπεριφοράς. Αργότερα, γιατί αυτά συνέβαιναν το 1992, έγραψα δύο στίχους — είναι ανέκδοτοι ακόμα — και ανήκουν σε δύο διαφορετικά ποιήματα. Τους θυμήθηκα, συνειρμικά, τώρα που γράφω:

α)         «όλα βαριά, σαν φαντασία και σαν μνήμη»

β)         «τί σαν εξάνθημα απλώνονται οι λέξεις στο μυαλό».

            Τέλος, μετά από τρεις ή τέσσερεις ήμερες παραληρήματος, ενοχής, αναποφασιστικότητας και μηδενικής θα έλεγα αυτοπεποίθησης, σχετικά με τις καλλιτεχνικές μου ικανότητες, άρχισα να σκέφτομαι και κάπως  λογικά.  Για στάσου,  πού  βασίστηκε ο  Νίκος  και με εμπιστεύτηκε έτσι, δεν είναι κανένας κουτός ή επιπόλαιος. Κάθε άλλο.

            Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι θα ήξερε τη ζωγραφική μου από τις εκθέσεις που είχα κάνει ή λάβει μέρος (κάποιες είχαν οργανωθεί στο πλαίσιο της φοιτητικής εβδομάδας του ΑΠΘ) από το 1985 ως το 1991. Κυρίως όμως ότι από το 1985 ως το 1989 είχα εικονογραφήσει πέντε παιδικά και εφηβικά βιβλία μεταξύ των οποίων η Δεσποινίς χωριάτισσα του Αλεξ. Πούσκιν, η Ωραία κοιμωμένη του Σαρλ Περρώ και το Επί γης ειρήνη της Σέλμας Λάγκερλεφ. Και στα τρία είχα ζωγραφίσει τους ήρωες με κοστούμια εποχής και, το κυριότερο, θυμήθηκα πώς μου είχαν πει ότι ο Νίκος Μπακόλας, σε μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, όπου, σε ειδική σελίδα, παρουσίαζε κατά καιρούς τα πολιτιστικά θέματα, είχε εκφραστεί πολύ θετικά, τόσο για την ποιότητα των κειμένων των παραπάνω παραμυθιών όσο και για την εικονογράφηση τους. θα είχε προσέξει επομένως, με το γερό αισθητήριο που είχε για την τέχνη γενικότερα, τα κοστούμια και την εν γένει ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις εικόνες τους. Τα βιβλία τα έστελνε στην εφημερίδα Ο εκδοτικός τους οίκος ΑΣΕ πριν ακόμα κυκλοφορήσουν στα βιβλιοπωλεία, με σκοπό, φυσικά, την προβολή τους.

            Προς το τέλος της εβδομάδας άρχισα ευτυχώς να συνέρχομαι, έκανα ολοένα και πιο θετικές σκέψεις, και τέλος, τηλεφώνησα στον Νίκο, του είπα επιτέλους το μεγάλο ναι, χωρίς όμως να το έχω μέσα μου από καιρό.

            Δεν θα ξεχάσω πόσο με διευκόλυνε σε καθημερινή βάση, στο διάστημα των τριών μηνών που κράτησε ή όλη προετοιμασία ως την παράσταση, κάτω μάλιστα από έντονους ρυθμούς. Ήξερε ότι χρειαζόμουν συμπαράσταση και την εν γένει βοήθεια του, καθώς για πρώτη φορά αντιμετώπιζα ένα άγνωστο για μένα περιβάλλον, πολύ ενδιαφέρον βέβαια και γεμάτο ζωντάνια αλλά, και πολλές συγχρόνως δυσχέρειες, στο σημαντικό αυτό κομμάτι του θεάτρου, της σκηνογραφίας και των σκηνικών.

            Συγχρόνως, μου δινόταν ή δυνατότητα να διαπιστώσω από κοντά πώς εργαζόταν ο ίδιος ως διευθυντής: προσηνής, φιλικός, αλλά και σοβαρός, γεμάτος ενδιαφέρον για όλα. Απορούσες πώς τα έβγαζε πέρα κάτω από τόσο έντονους και γρήγορους ρυθμούς και ταυτόχρονα κατάφερνε να μας δώσει ένα τόσο σημαντικό και ογκώδες πεζογραφικό έργο.

            Έξω από το γραφείο του συνωστίζονταν τόσοι πολλοί άνθρωποι που περίμεναν να δώσει εκείνος τη λύση στα διάφορα προβλήματα, σημαντικά και ασήμαντα, που προέκυπταν: σκηνοθέτες, ηθοποιοί, ακόμα και διάφοροι τεχνικοί, υπάλληλοι που εργάζονταν στα γραφεία, στους διάφορους τομείς του θεάτρου, μια πολυμορφία αναγκών και απαιτήσεων που έπρεπε να εξεταστούν προσεκτικά.

            Θα χρειαζόταν γερά νεύρα και πολλές ικανότητες, για να τα αντιμετωπίζει όλα αυτά με επιτυχία και μάλιστα κάτω από χρονική πίεση. Ο δύσκολος αλλά και μαγικός κόσμος του θεάτρου θα πρέπει να τον γοήτευε, να τον συνάρπαζε πολύ, για να δουλεύει καθημερινά με τόση ένταση και αφοσίωση, που έφτανε ως την αυταπάρνηση.

            Όσο για μένα, τον σκέφτομαι πάντα με ευγνωμοσύνη που με εμπιστεύτηκε και μου πρόσφερε την τόσο ενδιαφέρουσα αυτή εμπειρία.

            Το άλλο επεισόδιο εκτυλίσσεται στα φοιτητικά μου χρόνια και έχει ως πρωταγωνιστή ένα αντικείμενο: το πρώτο μου ρολόι, μικρό, στρόγγυλο, χαριτωμένο.

            Βγήκα κάποιο πρωί έξω για δουλειές, θυμάμαι έμενα τότε με τον μεγάλο μου αδελφό στην οδό Φιλικής Εταιρείας, πέρασα στην Τσιμισκή, ανέβηκα στην Αριστοτέλους, κάτι ψώνισα, μετά πήγα στην Ερμού για κάτι άλλο, τάχυνα το βήμα, θα αργήσω στο μάθημα του Δεληβάνη σκεφτόμουν, ζόρικος καθηγητής, έστριψα τον καρπό για να δω τί ώρα ήταν, και αντί για αυτό βλέπω τον καρπό μου απογυμνωμένο, το δέρμα του μόνο λίγο πιο άσπρο, εκεί στη θέση του ρολογιού που έλειπε.

            Ταράχτηκα πολύ αλλά γρήγορα συνήλθα. Γύρνα πίσω, είπα μέσα μου, πάρε όλους τους δρόμους αντίστροφα, ψάξε καλά, μπορεί να είσαι τυχερή και να το βρεις, όπως η θεία σου όταν ήσουν παιδί, εκεί στην Αγίας Σοφίας, απέναντι από τη Μητρόπολη, πεσμένο στην άσφαλτο, έλαμψε νυχτιάτικα ο χρυσός του, νάτο φωνάξαμε και οι δύο χαρούμενες.

            Έτσι και έκανα, με το κεφάλι πάντα χαμηλά, σαν κότα που ψάχνει γύρω από το κοτέτσι για καμιά μισοκρυμμένη στο χώμα ρώγα καλαμποκιού, ώσπου βρέθηκα ξανά στην Τσιμισκή, πλάι στον τότε κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ, σήμερα πολυκατάστημα ΦΩΚΑ. Ψάχνω με αυτοσυγκέντρωση, με πολύ αργό βήμα, σκύβοντας σχεδόν, ψάχνω επίμονα, και ξαφνικά νάτος μπροστά μου Ο Νίκος, που ρωτούσε: «Έχασες τίποτα, Μαριέττα;» «Ναι», του λέγω συγχυσμένη, «το ρολόι μου». Φορούσε, το θυμάμαι καλά, ένα κοντομάνικο γαλάζιο πουκάμισο — είχαν αρχίσει οι πρώτες ζέστες — με ένα τσεπάκι επάνω αριστερά. Βάζει λοιπόν το χέρι του με μια αργή κίνηση στην τσέπη και, ώ του θαύματος, ταλαντεύει το ρολογάκι μου μπρος στα μάτια μου και μου λέει: «Αυτό είναι, Μαριέττα;» Δεν θυμάμαι αν τον φίλησα, κρίμα αν δεν το έκανα, το άξιζε με το παραπάνω, το είχε βρει λίγο πριν. Ήταν πια κάτι σαν θαυματοποιός για μένα, όχι απλώς ταχυδακτυλουργός.

            Σε κάμποσα χρονιά, το ρολόι έπαψε να δουλεύει, άλλα το έχω ακόμα πάνω σε ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου, μου θυμίζει πάντα εκείνο το εκπληκτικό περιστατικό, σαν να συνεννοήθηκε ο χωροχρόνος με τον καθένα μας, άλλα κατά περίεργο τρόπο, δίχως να το αντιληφθούμε, και μας οδήγησε στο ίδιο, το επίμαχο σημείο και ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε.

            Ο Νίκος Μπακόλας, προς το τέλος του 1999 έφυγε, εγκαταλείποντας τα πάντα, οριστικά. Μας λείπει. Λείπει και από την πόλη που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε πιστά. Είναι τώρα εκεί όπου τόσοι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και φίλοι που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη πήγανε φέτος.

            Είχε την ευλογία μέσα από τον προσωρινό ύπνο να περάσει ήσυχα, χωρίς να το αντιληφθεί, στον οριστικό.

            Θυμάμαι, ξαφνικά, τον τίτλο ενός βιβλίου του που κυκλοφόρησε το 1974: Ύπνος Θάνατος. Με μια διαφορά. Εκείνον τον επισκέφτηκε ο θάνατος μέσα στον ύπνο του, ο πραγματικός.

            Λίγους μήνες πριν μας αφήσει, είχε έρθει στην κηδεία του μοναδικού πια μικρότερου αδελφού μου. Τίμησε εκείνον και συλλυπήθηκε, λιγόλογος όπως πάντα άλλα συγκινημένος, έμενα. Δίχως τίποτε να υποπτεύεται για αυτό που θα συνέβαινε και στον ίδιο, μόλις λίγους μήνες αργότερα.

 * * *

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τ.1823, 2009
Η Μαρία Καραγιάννη γεννήθηκε το 1936 στο Σέλι Βεροίας:
Τελευταίο βιβλίο της: Μυστική δίοδος,ποιήματα(1989).

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα

4k8y05bsdn